Η άποψη της εφημερίδας ΠΟΝΤΙΑΚΗ ΓΝΩΜΗ
Του Σάββα Καλεντερίδη
Την Πέμπτη, 15 Οκτωβρίου 2010, ογδόντα οκτώ χρόνια μετά, ο Άρειος Πάγος, το ανώτατο δικαστήριο της χώρας, έκρινε αθώους τους εκτελεσθέντες και έπαυσε οριστικά- λόγω παραγραφής- την ποινική δίωξη για εσχάτη προδοσία που οδήγησε τους Έξι στο εκτελεστικό απόσπασμα.
Το Ανώτατο Δικαστήριο κατέληξε στην εν λόγω απόφαση αξιολογώντας ως βάσιμα τα στοιχεία που προσκόμισε στη Δικαιοσύνη ο Μιχάλης Πρωτοπαπαδάκης, εγγονός του πρώην πρωθυπουργού Πέτρου Πρωτοπαπαδάκη.
Κατά την άποψη της μειοψηφίας, ωστόσο, η αίτηση θα έπρεπε να απορριφθεί καθώς δεν υπάρχουν ούτε τα πρακτικά της δίκης ούτε, πολύ περισσότερο, μάρτυρες εν ζωή ώστε να καταστεί
δυνατή η επανεξέταση της υπόθεσης.
Η απόφαση του Αρείου Πάγου προκάλεσε αντιδράσεις στο χώρο των προσφυγικών σωματείων, σε μερίδα της κοινωνίας ενώ εκφράστηκαν αντιφατικές γνώμες του επιστημονικού κόσμου, μερικές από τις οποίες παραθέτουμε, δανειζόμενοι τα σχετικά κείμενα από την εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ.
Επί της ουσίας, εμείς θεωρούμε ότι πολιτικά και επιχειρησιακά λάθη στη Μικρά Ασία έγιναν και μάλιστα εγκληματικά, όμως το σίγουρο είναι ότι ο κατάλογος των κορυφαίων πολιτικών και στρατιωτικών που με τις αποφάσεις και τις πράξεις τους οδήγησαν στην Καταστροφή, δεν εξαντλείται στους Έξι. Με άλλα λόγια, αν έπρεπε κάποιοι να εκτελεστούν, σε αυτούς θα έπρεπε να συγκαταλεχθούν και άλλα πρόσωπα, που οδήγησαν την κατάσταση σε στρατηγικό, πολιτικό και επιχειρησιακό αδιέξοδο και στη συνέχεια παρέδωσαν τη σκυτάλη στους Έξι, που όντως έκαναν λάθη και σφάλματα και μάλιστα εγκληματικά.
Ιστορικά δεν έχει αποδεχτεί ότι οι Έξι διέπραξαν συνειδητή προδοσία, ενώ έχει αποδειχτεί ότι ήταν προδότης και ενεργούμενο των Βρετανών ο Ύπατος Αρμοστής της Ελλάδος στη Σμύρνη, Αριστείδης Στεργιάδης, και αν έπρεπε κάποιος να καταδικαστεί επί Εσχάτη Προδοσία και να εκτελεστεί, ήταν αυτός, ενώ μένει έκθετος στην κρίση του ιστορικού και ο Ελευθέριος Βενιζέλος, που επέμενε να τον κρατά στη θέση του, παρά την άθλια στάση του απέναντι στον Ελληνισμό.
Επί της διαδικασίας, εμείς δεν θα κρίνουμε την απόφαση του Αρείου Πάγου και λόγω σεβασμού και εμπιστοσύνης στους θεσμούς και λόγω άγνοιας επί νομικών θεμάτων.
Θεωρούμε όμως ότι η Δίκη και η επακολουθήσασα εκτέλεση των Έξι, το 1922, ήταν προϊόν πολιτικής απόφασης και έγινε με σκοπό την ικανοποίηση της κοινής γνώμης, που ήταν πληγωμένη και οργισμένη από τη μεγαλύτερη Καταστροφή που υπέστη ποτέ ο Ελληνισμός στην Ιστορία του.
Θεωρούμε επίσης ότι η απόφαση του εγγονού του Πέτρου Πρωτοπαπαδάκη και όσων τον προέτρεψαν να πράξει κάτι τέτοιο, αν υπήρχαν, ήταν άκαιρη, άστοχη και εθνικά επιζήμια, αφού η απόφαση του Αρείου Πάγου μπορεί να προκαλέσει νέες ρωγμές και να επαναφέρει τη μάστιγα του Διχασμού, σε μια στιγμή του το Ελληνικό Έθνος καλείται να διαχειριστεί μια κρίση, το μέγεθος της οποίας αγγίζει εκείνο της Μικρασιατικής Καταστροφής.
Πιστεύουμε ότι η ελληνική κοινωνία θα πρέπει να επαναφέρει στη μνήμη της τις τραγωδίες που βίωσε ο Ελληνισμός λόγω της διχόνοιας και του διχασμού και να θωρακιστεί απέναντι σε προσπάθειες που μπορεί να επαναφέρουν το Διχασμό, απ’ όπου κι αν προέρχονται.
Τέλος, θεωρούμε ότι η Μικρασιατική Καταστροφή συνέβη επειδή η Ελλάδα, ως εθνικό κέντρο, δεν είχε -και δυστυχώς συνεχίζει να στερείται- στρατηγική για τη χώρα και για τον εξωελλαδικό Ελληνισμό, γεγονός που επέτρεψε σε πολιτικούς και στρατιωτικούς να λάβουν ρηξικέλευθες και τυχοδιωκτικές αποφάσεις, συντασσόμενοι -εκούσια ή ακούσια- πολλές φορές με συμφέροντα ξένων χωρών, με αποτέλεσμα τη βιβλική καταστροφή του Ελληνισμού της Θράκης, του Πόντου και της Ανατολής.
Ευχόμαστε η επαναφορά στην επικαιρότητα της υπόθεσης των Έξι να μας θωρακίσει απέναντι σε εκείνους που επιχειρούν έναν νέο Διχασμό και να συμβάλλει στη συνειδητοποίηση του ελληνικού λαού ότι η χώρα και ο Ελληνισμός πρέπει να αποκτήσει στρατηγική, για την επιβίωσή του τους δύσκολους καιρούς που ζούμε.
Οι απόψεις σωματείων και ακαδημαϊκών
Τι λένε τα προσφυγικά σωματεία
Τα 185 προσφυγικά σωματεία Ελλάδας είχαν ζητήσει από τον Αρειο Πάγο να μην ακυρώσει την απόφαση του Έκτακτου Στρατοδικείου. Ο κ. Αθανάσιος Λαγοδήμος, πρόεδρος της Ομοσπονδίας Προσφυγικών Σωματείων, μεταφέρει πλέον την αίσθηση απογοήτευσης:
«Δεν μπορούμε να μιλάμε για αθώωση. Πρόκειται για μια παραγραφή. Η αθώωση νομιμοποιείται μόνο στα μάτια του κόσμου. Την Ιστορία δεν τη γράφουν οι αρεοπαγίτες, αλλά οι ιστορικοί. Εμείς από την πλευρά μας θα περιμένουμε να καθαρογραφεί η απόφαση του Αρείου Πάγου, θα την εκτιμήσουμε σε νομικό επίπεδο και θα προχωρήσουμε σε συνέντευξη Τύπου μαζί με το “Ίδρυμα Ελευθέριος Βενιζέλος”».
Από τη δική του πλευρά, ο κ. Γιώργος Παρχαρίδης, πρόεδρος της Παμποντιακής Ομοσπονδίας Ελλάδος, επιμένει στην απόφαση που από την πρώτη στιγμή πήρε η ομοσπονδία του, όταν πριν από δύο χρόνια ξεκινούσε η αναψηλάφηση της υπόθεσης από τον κ. Μ. Πρωτοπαπαδάκη:
«Είναι ένα θέμα καθαρά νομικό. Δεν θέλαμε να παρέμβουμε καθόλου, για να μην επηρεάσουμε με οποιονδήποτε τρόπο τη διαδικασία».
Ναι, να ξαναγράφουμε την Ιστορία μας, αλλά όχι στα δικαστήρια
Του ΒΑΣΙΛΗ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΥ
Η είδηση κυκλοφορούσε εδώ και αρκετό καιρό. Ο εγγονός του κυκλαδίτη πολιτικού Πέτρου Πρωτοπαπαδάκη, ενός από τους έξι που καταδικάστηκαν από επαναστατικό στρατοδικείο ως υπεύθυνοι της Μικρασιατικής Καταστροφής και εκτελέστηκαν με συνοπτικές διαδικασίες, είχε προσφύγει στη Δικαιοσύνη και ζητούσε την ακύρωση της καταδίκης του προγόνου του και την απάλειψη της κατηγορίας της εσχάτης προδοσίας. Προχθές το αρμόδιο τμήμα του Αρείου Πάγου με απόφασή του (κατά πλειοψηφία), φαίνεται να δικαίωσε τον εγγονό Πρωτοπαπαδάκη και απέδωσε λευκό στην ελληνική κοινωνία τον μακαρίτη πρόγονό του, έπειτα από ογδόντα οκτώ ακριβώς χρόνια στιγματισμού και απαξίας.
Δεν ξέρω πώς πρέπει να αντιδράσει κανείς σε αυτή την περίεργη, ασφαλώς πρωτότυπη και οπωσδήποτε μακάβρια υπόθεση. Βέβαια, η νομική της πλευρά δεν μπορεί να γίνει αντικείμενο σχολιασμού από έναν μη νομικό και φυσικά δεν πρόκειται να γίνει εδώ κάτι τέτοιο. Άλλωστε, μια υπόθεση που εκδικάζεται από ένα τμήμα του Αρείου Πάγου έχει μηδαμινές πιθανότητες να νοσεί νομικά, πέραν φυσικά από το ενδεχόμενο του ανθρωπίνου λάθους.
Αλλά και η πρόθεση του εγγονού Πρωτοπαπαδάκη να αποκαταστήσει τη μνήμη του παππού του, όσο και να φαίνεται δυσνόητη ή, ακόμη, και να προκαλεί σε κάποιους ειρωνικά σχόλια, έχει και αυτή την εξήγησή της. Η οικογενειακή αλληλεγγύη, έστω και στις συνθήκες παρακμής του οικογενειακού θεσμού που ζούμε σήμερα, έχει μια θέση ακόμη στις ελληνικές αρχοντικές οικογένειες που οι απόγονοί τους προσπαθούν να διαφυλάξουν άθικτο ή να αποκαταστήσουν το συμβολικό κύρος τους. Κάτι δηλαδή σαν τους Μορμόνους που (ανα)βαπτίζουν τελετουργικά τους προγόνους τους με την ελπίδα ότι θα τους εντάξουν στη νέα τους θρησκεία και θα τους εξασφαλίσουν την αιώνια ζωή.
Έχω την εντύπωση ότι η πράξη της προσφυγής στη Δικαιοσύνη, και μάλιστα στο Ανώτατο Δικαστήριο της χώρας, στερείται νοήματος αφού ούτε κάποιο κατώτερο δικαστήριο της τακτικής Δικαιοσύνης είχε επιβάλει την ποινή ούτε ενδεχόμενο θεραπείας της άδικης απόφασης εκκρεμούσε.
Άλλωστε στο επίπεδο της επιστημονικής ιστοριογραφίας, αλλά και σε εκείνο της δημόσιας ιστορίας γενικώς, το ζήτημα αυτό έχει εξομαλυνθεί ολοσχερώς. Ουδείς θεωρεί ή αποκαλεί σήμερα τους Έξι «προδότες» με την τρέχουσα, απαξιωτική σημασία της λέξης ούτε η αναφορά στη Μικρασιατική Καταστροφή εντοπίζεται στα πρόσωπά τους. Βεβαίως το Στρατοδικείο, η συνοπτική δίκη, η καταδίκη και η εκτέλεση αναφέρονται διεξοδικά στη βιβλιογραφία, αλλά χωρίς ηθική απαξίωση και πάντοτε στο πλαίσιο της στρατιωτικής ήττας και της λαϊκής οργής, δηλαδή των έκτακτων συνθηκών που πλαισίωσαν τις τραγικές ημέρες της Μικρασιατικής Καταστροφής.
Προς τι λοιπόν η προσφυγή και προς τι μία απόφαση που από άλλους κρίθηκε απορριπτική και από άλλους αθωωτική; Η απάντηση είναι ασφαλώς δύσκολη. Άλλωστε, μπορεί εύκολα να σκέφτεται κανείς σκοπιμότητες εκεί όπου μπορεί να έχει εμφιλοχωρήσει μια νομική ταλαιπωρία.
Προτείνω λοιπόν να σκεφτούμε λίγο διαφορετικά. Να ξεχάσουμε τη νομική της διάσταση και να δούμε πώς μπορεί να λειτουργήσει μια τέτοια υβριδική υπόθεση στις σημερινές συνθήκες του ιστοριογραφικού αναθεωρητισμού, που αρχίζει να διαδίδεται στον δημόσιο χώρο. Πράγματι ιδεολογικά «απελευθερωμένοι» μελετητές αναζητούν και καταγράφουν τα «εγκλήματα» των πολιτικών και κοινωνικών συγκρούσεων του 20ού αιώνα που διαπράχθηκαν, κυρίως και πρωτίστως, από την ευρύτερη αντιδεξιά παράταξη, από τους βενιζελικούς και τους επιγόνους των έως τους μαρξιστές επαναστάτες του ΚΚΕ. Θεωρώντας μεροληπτική την μέχρι τώρα ιστοριογραφική μας παραγωγή, φαντασιώνονται μια παντοδύναμη αριστερή κυριαρχία που πρέπει να καταλυθεί. Μόνο που η απόπειρά τους είναι επιλεκτική και ανιστόρητη. Οι νεκροί των εθνικών πολιτικών και κοινωνικών αγώνων είναι πολλοί και το πένθος δεν ήταν ισότιμο για όλους. Όχι λοιπόν περισσότερο δημόσιο πόνο για επιλεγμένους νεκρούς. Αλλά η αναθεωρητική τους απόπειρα είναι και ανιστόρητη.
Στον βραχύ χρονικό ορίζοντα των μελετών τους, η πολιτική και κοινωνική βία μετατρέπεται σε ηθικό ελάττωμα της «Αριστεράς» που καλείται έτσι να καθήσει στο περιθώριο και να τιμωρηθεί για τα αμαρτήματά της. Δειλά αλλά επίμονα ένας συντηρητικός αναθεωρητισμός από λίγους πανεπιστημιακούς και περισσότερους ιεράρχες θέλει να ξαναγράψουμε την Ιστορία μας ή καλύτερα να την αφήσουμε άθικτη, όπως ήταν εκεί που την βρήκαμε όσοι αποπειραθήκαμε να την ξαναγράψουμε. Όπως και να έχουν τα πράγματα, εμείς θα επιμείνουμε. Ναι, να ξαναγράφουμε την Ιστορία μας αλλά όχι στα δικαστήρια.
Ουδείς θεωρεί ή αποκαλεί σήμερα τους Έξι «προδότες» με την τρέχουσα, απαξιωτική σημασία της λέξης, ούτε η αναφορά στη Μικρασιατική Καταστροφή εντοπίζεται στα πρόσωπά τους
Ο ιστορικός Βασίλης Παναγιωτόπουλος είναι ομότιμος διευθυντής ερευνών στο Εθνικό Ιδρυμα Ερευνών
Πράξη πολιτικής σκοπιμότητας
Της ΛΙΝΑΣ ΛΟΥΒΗ
Η απόφαση του Αρείου Πάγου είναι σίγουρα μια δικαίωση για τους απογόνους των έξι πολιτικών και στρατιωτικών που εκτελέστηκαν το πρωί της 15ης Νοεμβρίου με την κατηγορία της «εσχάτης προδοσίας». Η «αθωότητά» τους όμως είναι ήδη γνωστή. «Του Ελληνισμού η σκληροτάτη Ειμαρμένη ηξίωσε την θυσίαν», έγραψε, αμέσως μετά την εκτέλεση, το Ελεύθερον Βήμα. Είναι κοινός τόπος ότι η τιμωρία των «ενόχων» της καταστροφής, που βρέθηκαν στα πρόσωπα των έξι εκτελεσθέντων, ήταν κατ΄ εξοχήν πράξη πολιτικής σκοπιμότητας. Ήταν αναγκαίο να δοθεί απάντηση στο ερώτημα «τις πταίει», που έθετε η οργισμένη κοινή γνώμη και, κυρίως, το στράτευμα. Έπρεπε να βρεθούν συγκεκριμένοι υπαίτιοι της καταστροφής, και η προδοσία ήταν ο καλύτερος τρόπος για να αφομοιώσουν οι Έλληνες τη μεγάλη τους ήττα. Επομένως, η δίκη πέτυχε απόλυτα τον πολιτικό στόχο της. Η απόφαση ικανοποίησε το κοινό αίσθημα και αποσόβησε τον κίνδυνο περαιτέρω αναταραχών. Η ιστορική έρευνα λοιπόν έχει δώσει, και εξακολουθεί να δίνει, τις απαντήσεις της για τη Δίκη των Εξι.
Οι δικαστικοί λειτουργοί με την πρωτοφανή απόφασή τους επιδίωξαν μόνο να απαλλάξουν από το στίγμα της προδοσίας τους απογόνους των εκτελεσθέντων ή να ξαναγράψουν την Ιστορία; Η απόφαση ενός δικαστηρίου για ένα ιστορικό γεγονός που συνέβη πριν από περίπου έναν αιώνα, τι θα προσθέσει στις ιστορικές μας γνώσεις; Όπως έχει ήδη αναφερθεί («Το Βήμα», 14/2/2010) μήπως πρέπει να ξαναδικάσουμε τον Κολοκοτρώνη για να τον αθωώσουμε; Η επανεκδίκαση της υπόθεσης Μπελογιάννη θα άλλαζε την εικόνα του στη συλλογική μνήμη; Η Ιστορία δεν εξαρτάται από ένα δικαστήριο.
Η Λίνα Λούβη είναι επίκουρη καθηγήτρια Νεώτερης Ιστορίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο
Εκτόνωση λαϊκής οργής
Του ΘΑΝΟΥ ΒΕΡΕΜΗ
Το κατηγορητήριο στη Δίκη των Έξι ήταν απολύτως σαθρό. Η κατηγορία κατά των πέντε πολιτικών και του αρχιστράτηγου των ελληνικών δυνάμεων στη Μικρασία Χατζηανέστη, ότι παρέδωσαν με τη θέλησή τους τα ελληνικά εδάφη στον εχθρό, δεν ευσταθεί.
Πρώτον διότι η Σμύρνη δεν υπήρξε ελληνικό έδαφος με καμιά συνθήκη, απλώς η Ελλάδα έλαβε εντολή να τηρήσει τον νόμο και την τάξη για μια πενταετία.
Και δεύτερον διότι βεβαίως η Καταστροφή δεν υπήρξε εσκεμμένη ενέργεια των κατηγορουμένων.
Αντίθετα, η Ανατ. Θράκη, η οποία παραδόθηκε από την κυβέρνηση της Επαναστάσεως του 1922 (Πλαστήρα- Γονατά- Φωκά), δόθηκε στην Ελλάδα με συνθήκη και αποτελούσε ελληνικό έδαφος.
Η εκτέλεση των Έξι έγινε για καθαρά πολιτικούς λόγους, δηλαδή για να εκτονωθεί η αγανάκτηση του κόσμου από την κακή διαχείριση της μικρασιατικής υποθέσεως, η οποία και οδήγησε στην Καταστροφή. Όμως η ανοησία μιας κυβέρνησης δεν συνιστά εσχάτη προδοσία. Η προχθεσινή απόφαση του Αρείου Πάγου συνιστά αποκατάσταση της αλήθειας και δεν αποτελεί έκπληξη για όσους γνωρίζουν τι έγινε τότε.
Ο Θ. Βερέμης είναι πρώην πρόεδρος του Εθνικού Συμβουλίου Παιδείας