ΤουΗΛΙΑ ΚΑΝΕΛΛΗ Τι ζητούσε να βρει ένας Βορειοελλαδίτης ποντιακής καταγωγής που ταξίδεψε με λεωφορείο από την Κοζάνη στη γη των προγόνων του, στην Παναγία Σουμελά; Διαβάστε το «ημερολόγιό» του.
ΠΕΜΠΤΗ, 12 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ Από την Κοζάνη στην Κομοτηνή Ξεκινάμε από την Κοζάνη. Μια μεγάλη συντροφιά. Με πούλμαν. Προορισμός μας η Τραπεζούντα, κι ακόμα παραπέρα. Η Παναγία η Σουμελιώτισσα. Το προσκύνημα των παππούδων μας. Εκεί όπου εκείνοι οι ευλογημένοι άνθρωποι είχαν δουλέψει κι είχαν προκόψει. Κι ύστερα, το 1922, τους έδιωξαν οι Τούρκοι.
Οσους δεν σκότωσαν, τους ανάγκασαν να φύγουν. Καλά καλά δεν πρόλαβαν να πάρουν μαζί τους λίγο χώμα απ΄ τα μέρη τους. Ανέστιοι ήρθαν. Πρόσφυγες. Γι΄ αυτό ποθούν να γυρίσουν εκεί. Γι΄ αυτό πάμε στη Σουμελά κι εμείς σήμερα. Για προσκύνημα. Για να δούμε τη γη των παππούδων μας. Για να φέρουμε εμείς λίγο χώμα, ό,τι δεν μπόρεσαν να πάρουν εκείνοι.
Δεν πάμε για να δηλώσουμε ότι είμαστε έτοιμοι να ανακτήσουμε οτιδήποτε. Πόντιοι είμαστε, δεν είμαστε εξωγήινοι- και παρά τα όσα λένε στα ανέκδοτα, σκεφτόμαστε όπως σκέφτονται και οι υπόλοιποι κανονικοί άνθρωποι. Ειρηνικοί άνθρωποι. Δεν θέλουμε πολέμους. Θέλουμε ησυχία, υποδομές, πρόοδο. Αλλά διεκδικούμε το δικαίωμα να μπορούμε να επισκεφτούμε τα μέρη για τα οποία μαθαίνουμε μόνο από τις ιστορίες των παλιών. Δικαιούμαστε να ανάβουμε κερί στους ναούς μας, όπου κι αν βρίσκονται, δικαιούμαστε να μνημονεύουμε τους νεκρούς μας.
Ξέρω, ξέρω. Την ίδια ώρα που εγώ διεκδικώ τα αυτονόητα, άλλοι τα χρησιμοποιούν για τους δικούς τους, ιδιοτελείς λόγους. Ο Ψωμιάδης, π.χ., ο υποψήφιος περιφερειάρχης, που ήθελε να μαζέψει μια λίστα ονομάτων, τους βιαίως τεθνεώτες στους διωγμούς των Ποντίων, δεν μπορεί να κινείται από ανιδιοτέλεια, δεν δείχνουν ανιδιοτέλεια οι πράξεις του χρόνια τώρα. Διάβασα ότι τον αποδοκίμασαν και στο κόμμα του. Μακάρι. Είναι καιρός να καταλάβουν και οι πολιτικοί που θέλουν να εκπροσωπούν τον κόσμο της προσφυγιάς, ότι ο σύγχρονος Γιωρίκας δεν είναι κορόιδο, δεν άγεται και δεν φέρεται από κομματάρχες. Αποφάσισα μόνος το ταξίδι μου, μόνος το πληρώνω- δεν μου περισσεύουν- και νιώθω μόνο αγωνία και συγκίνηση. Αληθινή συγκίνηση, όχι επιδεικτική- αυτή που μεταφράζεται σε μεγάλους σταυρούς και πατριωτισμό, με εθνικούς ύμνους και εξαπτέρυγα. Δεν είναι η ώρα για εθνικούς ύμνους, το είπε κι ο Πατριάρχης. Μόνο συγκίνηση, λοιπόν. Και περιέργεια.
Φτάνουμε στην Κομοτηνή. Στο λεωφορείο θα ανεβούν και τέσσερα παιδιά από ΄δώ. Η παρέα μεγαλώνει. Πάμε εκδρομή στην Τουρκία.
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ, 13 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ Στην τουρκική αουτοστράντα Ξύπνησα στην Κωνσταντινούπολη. Διασχίσαμε τον Βόσπορο, περάσαμε στην Ασία αξημέρωτα, καταπίνουμε αχόρταγα τα χιλιόμετρα. Ο δρόμος είναι απροσδόκητα καλός. Αουτοστράντα διπλής κατευθύνσεως ώς τη διασταύρωση για την Αγκυρα υποδειγματικός. Αλλά κι από εκεί και πέρα, η κατασκευή του συνεχίζεται με γρήγορους ρυθμούς. Τελειώνει όπου να ΄ναι, κάτι δύσκολα κομμάτια μόνο έχουν μείνει. Το ταξίδι είναι εύκολο- λιγότερο δύσκολο απ΄ όσο περίμενα.
Μου τηλεφωνούν στο κινητό από την Ελλάδα, σήμα- καμπάνα, η Τουρκία επενδύει στα δίκτυα, οδικά, τηλεφωνικά... Αγνωστοι, λέει, μπήκαν και προκάλεσαν βανδαλισμούς στο μουσουλμανικό νεκροταφείο Κομοτηνής. Εσπασαν τάφους, έγραψαν συνθήματα μίσους. Υποψιάζομαι ότι το έκαναν για μένα, που δεν μπορώ να μισήσω ούτε μυρμήγκι. Ξέρω κάποιους που θέλουν η λειτουργία του Δεκαπενταύγουστου στην Παναγία Σουμελά να εξελιχθεί σε βήμα όπου θα παιανίσουν εθνεγερτικά εμβατήρια. Πολλοί απ΄ αυτούς μιλούν για λογαριασμό εμού, του Ποντίου. Πιστεύουν ότι το μόνο που ξέρω είναι να μιλάω με ετοιματζήδικα κλισέ. Ξέρουν ότι όλη μου τη ζωή, στο κλειστό περιβάλλον της οικογένειας και του σχολείου, άκουγα τον ρυθμό της λύρας και τα τραγούδια που δίνουν υποσχέσεις συλλογικού κλέους: «
Η Ρωμανία κι αν έπαρθεν ανθεί και φέρει κι άλλο». Ναι, αλλά πού ανθεί- και τι φέρει; Ζορίζομαι να φαντασιωθώ μια διαρκή πολεμική βεντέτα. Γιατί άραγε; Μήπως επειδή είμαι Πόντιος ορθολογιστής;
Ραμαζάνι στη Σαμψούντα Mένουμε στη Σαμψούντα, μια πόλη μισού εκατομμυρίου κατοίκων στα παράλια της Μαύρης Θάλασσας. Φτάσαμε την κατάλληλη ώρα. Βράδυ. Οι μουσουλμάνοι που έχουν Ραμαζάνι βγαίνουν αυτή την ώρα για φαγητό. Βγαίνουμε κι εμείς, η κλειστή παρέα μας. Είναι ώρα για ένα ποτό. Γυρνούμε το κέντρο της πόλης, μπαίνουμε στο μεγάλο σκεπαστό παζάρι της παραλίας, φτάνουμε μέχρι το λιμάνι, όπου οι περιπατητές μπορούν να χαζέψουν το ομοίωμα του καραβιού «Πάντερμα» απ΄ όπου αποβιβάστηκε ο Κεμάλ Ατατούρκ στις 19 Μαΐου 1919 για να φτιάξει τη σύγχρονη Τουρκία- παρασύροντας στο διάβα του και τους Ελληνες, πρώτα τον ελληνικό στρατό και κατόπιν τους ελληνικούς πληθυσμούς της περιοχής που θα γινόταν η επικράτεια του κράτους του. Και τους Ποντίους, που ήδη είχαν υποστεί τους εκτεταμένους, δολοφονικούς διωγμούς του αγά Τοπάλ Οσμάν.
Γύρω γύρω είναι Ραμαζάνι και στη μέση μια εθνοπατριωτική φανφάρα του τουρκικού πατριωτικού κιτς. Και το χειρότερο, δεν πωλείται πουθενά σταγόνα αλκοόλ. Πίσω στο ξενοδοχείο, τουλάχιστον εκεί μπορούμε να παραγγείλουμε μια μπίρα Εφ Ες Πίλσεν.
Ζορίζομαι να φαντασιωθώ μια διαρκή πολεμική βεντέτα.
Μήπως διότι είμαι ορθολογιστής;
ΣΑΒΒΑΤΟ 14 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ Ο Κεμάλ στην Υπαπαντή Μπαίνουμε στην πόλη Ορντού. Κι εδώ υπήρξε ανθηρή ελληνική κοινότητα. Βλέπουμε τα σπίτια της, τις εκκλησίες της, τα σχολεία της (περίφημη εδώ ήταν η Ψωμιάδειος Αστική Σχολή που, όχι, δεν την είχε κάποιος πρόγονος ενός γνωστού μας). Η Υπαπαντή, που λειτουργεί ως Πολιτιστικό Κέντρο και είναι επισκέψιμη, με πληγώνει, όχι ως Πόντιο μόνο, αλλά και ως πολίτη. Χώρος λατρείας κάποτε, σήμερα είναι αίθουσα συγκέντρωσης νέων. Τι είδους νέοι άραγε συγκεντρώνονται εδώ, σήμερα, ποιους ομιλητές ακούνε να μιλάνε από την άλλοτε Ωραία Πύλη, ανάμεσα σε μια τεράστια τουρκική σημαία και ένα επίσης τεράστιο στερεότυπο πορτρέτο του Κεμάλ; Πώς μπορεί μια πόλη με τέτοιο οδικό και επικοινωνιακό δίκτυο να έχει ακόμα νέους που, αντί να χαζεύουν, έστω, τον μεγάλο κόσμο εκεί έξω στο Ιντερνετ, έρχονται στο Πολιτιστικό Κέντρο, πρώην Υπαπαντή, και ακούνε ομιλίες ή βλέπουν φολκλόρ υπό το βλέμμα του ιδρυτή.
Εχει περάσει πολύς καιρός από τότε, αλλά τα αυταρχικά καθεστώτα διατηρούν την ισχύ τους προβάλλοντας την ακινησία, λίγη αυστηρότητα και πολλή ιστορία, πολλή εθνική αυταρέσκεια και μια διδασκαλία που δεν ανέχεται τον άλλο, τον γείτονα, τον διαφορετικό. Οι εθνικισμοί, σήμερα, επενδύουν στις κλειστές κοινωνίες και στην κοινωνική υστέρηση. Στον αναδελφισμό, που θα έλεγε ένας άλλος γνωστός μας.
Μου λείπει ένας καφές, πουθενά δεν κάνουν εσπρέσο- κι όπου τα καταφέρνουν, άσε καλύτερα. Μου λείπει κι ένα σοβαρό ποτό, μια βότκα, ας πούμε - στις απέναντι ακτές της Μαύρης Θάλασσας, στη Ρωσία, ας πούμε, έχει άφθονη, εδώ ούτε σταγόνα. Μου λείπουν κι άλλα, πολλά. Παρατηρώ, αίφνης, για παράδειγμα, ότι δεν βλέπω ούτε έναν τοίχο λερωμένο έστω από κακοσχεδιασμένα γκράφιτι. Από τα αστικά κέντρα της Τουρκίας απουσιάζει η κατ΄ εξοχήν αστική τέχνη.
Αν δεν είχα σήμα- καμπάνα στο κινητό και γρήγορο Ιντερνετ (σχεδόν) παντού θα έλεγα ότι στον Πόντο δεν έχει φτάσει η παγκοσμιοποίηση. Καθυστερεί πολύ, πάντως.
ΚΥΡΙΑΚΗ, 15 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ Το προσκύνημα και το κήρυγμα Στην Τραπεζούντα βρέχει, ύστερα βγαίνει ήλιος, βρέχει, ήλιος ξανά. Ανεβαίνουμε προς την κωμόπολη Ματσούκα, σε λίγο θα φτάσουμε στην Παναγία Σουμελά. Δεν είναι οι δεκάδες χιλιάδες προσκυνητές που υπόσχονταν τα φλύαρα ΜΜΕ, αλλά ίσως είναι καλύτερα. Στο πλάτωμα, απ΄ όπου αρχίζει το δρομάκι που οδηγεί στο μοναστήρι, εκεί που είναι στημένες τρεις γιγαντοοθόνες, η συγκίνηση των γύρω μου είναι εμφανής. Τη μαρτυρά η σιωπή τους. Ευλαβικοί προσκυνητές παρακολουθούν τα γκρο πλάνα του Πατριάρχη που λειτουργεί, κοιτάζουν με δέος τον βράχο στα πλευρά του οποίου έχει λαξευτεί η μοναστική πολιτεία.
Είναι γνήσια συγκίνηση, τη βλέπεις να καθρεφτίζεται στα πρόσωπα των πιστών- που είναι νέοι αλλά είναι και γέροντες. Την αισθάνεσαι στο τρέμουλο της φωνής του Πατριάρχη που ψάλλει, κι ύστερα στον λόγο που εκφωνεί, στα ελληνικά και στα τουρκικά. Οικουμενικότητα, ελευθερίες. Αυτό είναι το μήνυμά του. Πολύ μοντέρνο μήνυμα, αν μάλιστα σκεφτεί κανείς ότι οι θρησκείες εκφράζουν αιτήματα προμοντέρνων κοινωνιών.
Το τέλος του λόγου του έχει μια αναφορά στο στιχάκι για τη Ρωμανία «που έπαρθεν». «Να ανθήσει», λέει ο Βαρθολομαίος. Για να προσθέσει: «Μέσα μας». «Να ανθήσει μέσα μας και να φέρει κι άλλο». Είναι η πιο ακριβής, ποιητική και ταυτόχρονα πολιτική διακήρυξη της πιο γνήσιας εθνικής συνείδησης. Μέσα μας, εμείς, η ταυτότητά μας- σε έναν κόσμο ετερότητας, έναν κόσμο ελευθεριών, που χρειάζεται το περιεχόμενο και της δικής μας ταυτότητας, για να γίνει πλουσιότερος, δημιουργικότερος.
ΔΕΥΤΕΡΑ, 16 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ Με λίγο χώμα στις χούφτες Ολοι έχουν πάρει χώμα και μερικές πέτρες από την περιοχή της Σουμελά, από την Τραπεζούντα, από τη γη των παππούδων μας. Αν ήξεραν οι Τούρκοι ότι το χώμα θα ήταν εξαγώγιμο προϊόν, σίγουρα θα είχαν βάλει φόρους.
Στον δρόμο της επιστροφής, στο πούλμαν αντηχεί ένα ποντιακό τραγούδι που θεωρείται κλασικό. Διηγείται την ιστορία ενός παλικαριού που έπεσε στον πόλεμο κι ένας αετός κρατά στα γαμψά νύχια του ένα χέρι από το τεμαχισμένο κουφάρι του. Ενα αγαπημένο πρόσωπο ζητά από τον αετό να του δώσει πίσω το κομμένο χέρι. «Δεν σ΄ το δίνω», απαντά εκείνος, «τώρα μου ανήκει, αλλά μπορώ να σου δείξω πού κείτεται το κουφάρι του παλικαριού».
Αναλογίζομαι τα λόγια του μακάβριου τραγουδιού. Ο ηρωισμός στην εποχή μας έχει άλλο περιεχόμενο. Σκέπτομαι ότι μπορεί να είμαι Πόντιος αλλά είμαι κι ένας σύγχρονος άνθρωπος που ζει σε μια σύγχρονη κοινωνία. Είμαι περήφανος για τις ρίζες μου, αλλά κοιτάζω πιο πολύ μπροστά. Αντλώντας δύναμη, φυσικά, και από ό,τι έμεινε πίσω, απ΄ ό,τι είναι μέσα μου αλλά και, κυρίως, από τη ζωή γύρω μου. Αυτό είναι το στοίχημα, να μη χαθεί η επαφή με την πραγματική ζωή γύρω, να μην αλλάξουν οι προτεραιότητες. Χαλαρώνω στο κάθισμά μου και απολαμβάνω το κατάφυτο τοπίο, έξω, που περνά μπροστά από τα μάτια μου. Καλό ταξίδι.
Είμαι ιδιαίτερα περήφανος για τις ρίζες μου, αλλά κοιτάζω πιο πολύ μπροστά
Σημείωση: ο «Πόντιος αφηγητής» του παραπάνω σημειώματος έχει αντλήσει τα υλικά του από τους συνταξιδιώτες μου στο λεωφορείο για την Τραπεζούντα: την Ελένη, τη Μαρία, τη Μάρω, την Αγάπη, τον Αποστόλη, τον Ρούλη, την Ερμιόνη... Ολες και όλοι ποντιακής καταγωγής αλλά, ταυτόχρονα, «κανονικοί» άνθρωποι της καθημερινότητάς μας.
ΤΑ ΝΕΑ