Τετάρτη 24 Οκτωβρίου 2012

8ο ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΟ ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΠΟΝΤΙΑΚΩΝ: Παίνεμα αντρειοσύνης ακριβής

«…Στις διασταυρώσεις του χρόνου, 
που μια στιγμή τις φωτίζει  ο προβολέας 
του μέλλοντος… 
εσύ,  αδερφέ μου,  ξέρεις πως από τούτα τ’ απλά λόγια 
από τούτες τις απλές πράξεις, από τούτα τα απλά τραγούδια 
μεγαλώνει το μπόι της ζωής,  μεγαλώνει ο κόσμος,  μεγαλώνουμε.»
 Γιάννης Ρίτσος

Γράφει η Σοφία Μενεσελίδου, πρόεδρος του Δημοτικού Συμβουλίου Κομοτηνής
Κάποιες τέτοιες στιγμές, λοιπόν, όπως λέει ο ποιητής, στιγμές που το παρόν ανταμώνεται ζωογόνα και δυναμικά με το παρελθόν και το μέλλον ενός τόπου, μπορούμε κι αντρειεύουμε σε μεγαλείο ψυχής, εθνικής συνειδητοποίησης και- κυρίως- ιστορικής συνέχειας.
Μια παρόμοια στιγμή ανάτασης και ξορκίσματος της λήθης και της βαρβαρότητας των καιρών μας είχαμε τη σπάνια τύχη να ζήσουμε στο κλειστό γήπεδο του ΟΑΚΑ στην Αθήνα, το Σάββατο 13 Οκτωβρίου, όσοι «κρυπτοπλούσιοι» επιλέξαμε να παρευρεθούμε σ’ αυτό το πανηγύρι της μουσικοχορευτικής ομορφιάς και της μυσταγωγίας των ονείρων.
Πρόκειται για το ετήσιο αντάμωμα των απανταχού της Ελλάδας Ποντίων, που διεξάγεται κάθε χρόνο σε διαφορετική πόλη. Πέρυσι η Κομοτηνή είχε τη μοναδική ευκαιρία να φιλοξενήσει την όλη διοργάνωση και να ζήσει από κοντά τη μεγαλοσύνη της ποντιακής παράδοσης και του σμιξίματος των διαφορετικών γενεών. Γενιές, που συνυπάρχουν μ’ έναν ιδεατά αρμονικό τρόπο και επιμένουν «να φυτεύουν άνθη στις ρωγμές του χρόνου», δικαιώνοντας περίτρανα τις ιστορικές διαδρομές της καταγωγής τους.
Φέτος, όμως, στο Φεστιβάλ, που είχε ως κεντρικό του σύνθημα «90 χρόνια Πυρίχειος Δρόμος», προσδόθηκε χαρακτήρας εξωστρέφειας, χάρη στην οικονομική στήριξη που του παρείχε ο κύριος χορηγός του, ο επιχειρηματίας Δημήτρης Μελισσανίδης. Ποντιακής καταγωγής ο ίδιος, μυημένος στα νάματα και στις αρχέγονες αξίες της ράτσας του από τον αείμνηστο πατέρα του, τον περίφημο Ζώρα, ανέλαβε την κύρια χρηματοδοτική ευθύνη της εκδήλωσης, αποδεικνύοντας ότι, τελικά,  ακόμη «δεν έχουν εκλείψει οι ονειροπόλοι άγγελοι από τις γειτονιές του κόσμου μας».
Το Φεστιβάλ, το οποίο είχε ως παρουσιαστές τον Ιεροκλή Μιχαηλίδη, την Πόπη Τσαπανίδου και τον Γιώργο Γεωργιάδη, εκτός από την κεντρική του θεματική, ήταν  αφιερωμένο στον Ποντιακό Ηγεμονικό Οίκο των Γαβράδων, που μαζί με αυτόν των Μεγάλων Κομνηνών υπήρξαν οι στυλοβάτες του Ιστορικού Πόντου. Οίκος, ο οποίος χάρισε στον ελληνισμό διανοούμενους και καλλιτέχνες, αλλά και τον Άγιο Θεόδωρο Γαβρά, που τιμάται από την Ορθόδοξη Εκκλησία. Απόγονος της αριστοκρατικής αυτής και ιστορικής οικογένειας του Ποντιακού Ελληνισμού ο διεθνώς καταξιωμένος σκηνοθέτης, ο Κώστας Γαβράς,  ανέλαβε τη σκηνοθεσία της βραδιάς, αλλά και την επιμέλεια ενός εξαίρετου ντοκιμαντέρ, που προβλήθηκε στην έναρξη της εκδήλωσης. Ντοκιμαντέρ, που μας βοήθησε να ακραγγίξουμε την ιστορική γνώση και φορτωμένους με υπομνήσεις  αλήθειας μας εισήγαγε με επαρκέστατα υπέροχο τρόπο στη μουσικοχορευτική παράσταση που ακολούθησε.
Υπάρχουν στιγμές στη ζωή μας, που όσο κι αν επιχειρούμε να τις προδιαγράψουμε, η φαντασία μας – εν τέλει - αποδεικνύεται μετέωρη και τραγικά αδύναμη να συλλάβει τη μεγαλοσύνη τους. Παρά τις πείσμονες προσπάθειες της Χρύσας της Μαυρίδου, της Προέδρου του Συνδέσμου Ποντιακών Σωματείων Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης και Προέδρου του Συλλόγου του Θρυλορίου «Η Κερασούντα και το Γαρς», να μας προϊδεάσει για τη μοναδικότητα της παράστασης, αυτό που επακολούθησε απέδειξε σε όλους μας ότι η Τέχνη μόνο μπορεί να καταμετρήσει το αληθινό μπόι του ανθρώπινου μεγαλείου και να μας «ξαφνιάσει με τη δύναμη της επικαιρότητάς της».
Πώς μπορεί κανείς ν΄ αποτυπώσει στο χαρτί την παρουσία του Γιώργου Νταλάρα, που ως άλλος, αρχετυπικός Έλληνας, αριστοκράτης του ταλέντου και της ωραιότητας, με τη συνοδεία της αξεπέραστης δεξιοτεχνίας του διεθνώς αναγνωρισμένου λυράρη, Ματθαίου Τσαχουρίδη, ερμήνευσε το παραδοσιακό ποντιακό δημοτικό τραγούδι «Η Ρωμανία πάρθεν», έχοντας μπρος του γονατισμένους σε κύκλο άνδρες χορευτές, που θύμιζαν Χορό Αρχαίας Τραγωδίας. Άνδρες, που μετά το τέλος του τραγουδιού σηκώθηκαν επιβλητικά και χόρεψαν με διονυσιακή έκσταση Πυρίχειο, που τα πατήματά του μας διασώζονται ακέραια από την Αρχαιότητα και μας υπομνηματίζουν ότι αυτός ο τόπος εγγράφει τη συλλογική του μνήμη στις παραδόσεις και στα έθιμά του.

Τη συνέχεια στη σκυταλοδρομία των μουσικών ενθυμήσεων ανέλαβε η λαϊκή τραγουδίστρια, Σοφία Παπάζογλου, που ερμήνευσε δυο τραγούδια της Τραπεζούντας και των Κοτυώρων, προσφέροντάς μας ένα μικρό δείγμα από τις διαδρομές φλόγας της Ποντιακής μουσικής κουλτούρας. Μια κουλτούρα, που ξεδιπλώθηκε εναργέστατα μπροστά μας και με τη συνδρομή περισσότερων των 150 καλλιτεχνών, ανάμεσα στους οποίους ήταν και ο μαέστρος Χρήστος Κεμανεντζίδης, που παρουσίασε αποσπάσματα από το μουσικό έργο του «Πόντος». 

Νιώθαμε λες και σταμάτησε για λίγο ο χρόνος της άφιλης κι ανέραστης εποχής μας. Λες και μας συμπαρέσερνε σ’ έναν χορό μυσταγωγικό μια αύρα ομορφιάς, που εκπορεύονταν από την προσωδία ήχων μακρινών και αρχαγγελικών. Ήχων, που στέριωσαν άλλες εποχές, τότε που οι μικρές κι αλληλέγγυες κοινότητες είχαν ως εχέγγυα επιβίωσής τους την αυτονόητη ευτυχία του σμιξίματος, της γνωριμίας και της ανθρωπιάς. 

Κι όταν στο δεύτερο μέρος της βραδιάς μπήκαν στη σκηνή ταυτόχρονα 2.200 χορευτές, φερμένοι απ΄ όλην την Ελλάδα και βγαλμένοι θαρρείς από την αχλή του μύθου, θυμήθηκα τον λόγο του δημοσιογράφου, του λατρεμένου μου Στάθη Σταυρόπουλου: «Κι ύστερα μου λέτε ότι πέφτει, έπεσε η Ελλάδα! Σιγά μην πέσει…Έχει τείχη τις ψυχές των παλικαριών της! Αγοριών και κοριτσιών…Σιγά μη δεν είναι Αρχάγγελος ο εικοσάρης, σιγά μη δεν νικήσει! Σιγά μη δεν φέρει την Ελλάδα δώρο στην Πηνελόπη του και την Ελένη…»

Και καθώς αυτοί οι 2.200 χορευτές ακολουθούσαν τα χνάρια αιώνων πατρογονικής κληρονομιάς, ξανάφερναν στην επιφάνεια της συλλογικής μας μνήμης όλα εκείνα τα στοιχεία που δόμησαν το διαφορετικό του ελληνικού τρόπου και του ρυθμού της ζωής μας, στοιχεία που μπορούν να μας διασώσουν από τη φθορά και την ισοπέδωση των παγκοσμιοποιημένων καιρών μας. Αυτά της κυκλικής, επικούρειας αντίληψης του κόσμου, όπου δε χωρούν υποταγμένοι, ανερμάτιστοι, μοναχικοί και ευθυγραμμισμένοι άνθρωποι. Ή άλλως, αυτό που έχει πει τραγουδιστά ο μέγιστος Διονύσης Σαββόπουλος: «Να μας έχει ο Θεός γερούς, πάντα ν΄ ανταμώνουμε και να ξεφαντώνουμε με χορούς κυκλωτικούς κι άλλο τόσο ελεύθερους σαν ποταμούς.»

Αυτοί οι συνεπαρμένοι χορευτές, που ως μία αδιάσπαστη ενότητα και ταυτόχρονα ως αυθύπαρκτες οντότητες σέρναν τους χορούς της ράτσας και των προγόνων τους, κοίταζαν κατευθείαν προς το μέλλον, υποκλινόμενοι, όμως, σεβαστικά στο παρελθόν. Κι όλοι εμείς, ακροατές, θεατές και μύστες της μουσικοχορευτικής αυτής παράστασης, συνειδητοποιούσαμε για άλλη μια φορά ότι ο ελληνικός Πολιτισμός εμπεριέχει όλους εκείνους τους άξονες που μπορούν να μας βγάλουν από τις στενωπούς της μοναξιάς και της μελαγχολίας των καταργημένων ονείρων. Ας αναλογιστούμε, επί παραδείγματι, ότι η ελευθερία, η συνύπαρξη, το άγγιγμα, το πέταγμα του σώματος και της ψυχής, η γενέθλια γλώσσα, η λικνιστική, εύηχη μελωδία και ο αναπτερωτικός, διονυσιακός ρυθμός αποτελούν την πεμπτουσία της χορευτικής μας παράδοσης. Και συνιστούν τη μοναδική δίοδο σωτηρίας σ’ έναν κόσμο που επιβάλλει την υποταγή, την απομόνωση, την ακαμψία πνεύματος και ψυχής, τον εξοβελισμό του έρωτα,  τον καταναλωτικό και υλικό ευδαιμονισμό, άρα τη δημιουργία άβουλων και ανίκανων να αντιδράσουν ανθρώπων.

Σε μια ασαφή, λοιπόν, εποχή με τους Λαιστρυγόνες και τους Κύκλωπες να μας διδάσκουν ότι οι ορίζοντές μας πρέπει να παραμένουν καθυποταγμένοι και περιορισμένοι, η Παμποντιακή Ομοσπονδία Ελλάδος με τα στελέχη  και τους χορευτές της, οι αφιλοκερδώς συμμετέχοντες καλλιτέχνες και παρουσιαστές της βραδιάς - Πόντιοι και μη - και φυσικά, ο μέγας χορηγός, ο Δημήτρης Μελισσανίδης, μας ξανάδειξαν «τον δρόμο προς τ’ άστρα». Τον δρόμο του ευφρόσυνου συναπαντήματος της παράδοσης με τη ζωή, τη νεότητα, τη χαρά και την ελευθερία της ψυχής. Τον δρόμο της συνειδητοποίησης ότι οι αντηχήσεις αιώνων πολιτισμού δε χάνονται, δεν ξεστρατίζουν, δεν αστοχούν. Αλλά επιμένουν, αντιστέκονται και δημιουργούν ανεξάρτητους και σκεπτόμενους ανθρώπους.

Το φεστιβάλ, όμως, αυτό δε μου πρόσφερε μόνο τη δυνατότητα να γίνω κομμάτι μιας  αυθεντικής μέθεξης σ’ έναν πολιτισμό εναργώς ζωντανό και γι’ αυτό ζωοποιό, αλλά να είμαι για πολλοστή φορά μάρτυρας της καθαρότητας και του αστείρευτου κεφιού μιας ποντιακής παρέας, που με την ιδιοτυπία της καταγωγής της με συνόδευσε στο μακρινό οδικό ταξίδι μέχρι την Αθήνα. Στο λεωφορείο μας επιβάτες ήταν χορευτές και συνοδοί από τον σύλλογο «η Κερασούντα και το Γαρς» του Θρυλορίου και από «τα Κασσιτερά» των Σαπών.
 Επικεφαλής της αποστολής η ακριβή και πολύτιμη φίλη, η Χρύσα η Μαυρίδου, με την άοκνη εμμονή της στην προάσπιση και προώθηση της ποντιακής παράδοσης και την –κυριολεκτικά- άγρυπνη έγνοια της να μεριμνάει για την ευόδωση του ταξιδιού. Ενεργοί συμπαραστάτες της σ’ αυτή τη διαδρομή, η Νένα Σαλπιγγίδου, η αεικίνητη ταμίας του συλλόγου του Θρυλορίου, καθώς κι ένας άλλος μαγικός άνθρωπος, απ’ αυτούς που μόνο η γη της Θράκης γεννά, ο πρόεδρος του συλλόγου των Κασσιτερών, ο Σάββας ο Μαυρίδης. Οι ηλικίες των συνταξιδιωτών ανάκατες. Η συνύπαρξή τους μοναδικά γοητευτική. Πώς μπορούν οι ευαισθησίες και η ορμή της νιότης να συμπορεύονται και να διαπλέκονται σ’ ένα ατελείωτο πανηγύρι αστείρευτης χαράς με την ηρεμία και τη συνέπεια των μέσων ηλικιών και παράλληλα με τη σοφία των γηρατειών; Κι όμως, μπορούν! Έτσι όπως μόνο οι Πόντιοι ξέρουν! Μπορούν να στήνουν γλέντια στη μέση του πουθενά, φτιάχνοντας δικούς τους τόπους ανόθευτης ευτυχίας και ανταμώματος με τον τρόπο της φυλής. Σε κάθε στάση η μικρή Μαρία Αποστολίδου, κόρη της Χρύσας της Μαυρίδου, ένα παιδί με εξαιρετικό μουσικό τάλαντο, που αναδεικνύεται ήδη σε σημαντική οργανοπαίκτρια, έβγαζε το νταούλι της, έμπαινε στη μέση του κύκλου, ως άλλη Κορυφαία ενός ιδιότυπου Χορού κι έδινε τις ρυθμικές εντολές στα μέλη της αποστολής, που χόρευαν ασταμάτητα, χωρίς να υποκύπτουν σε καμία λογική αϋπνίας ή κούρασης! Όσο δε για τη διάνθιση της μακρινής οδικής διαδρομής με κέφι και γέλιο, το έργο το ανέλαβαν δυο γυναίκες, βγαλμένες λες από τους διονυσιακούς μύθους αυτού του τόπου: η Ελένη η Τσιουμάνη από τις Σάπες και η 80χρονη Παρασκευούλα Τσαγκουρίδου από το Θρυλόριο. Που μας διηγούνταν ιστορίες κι ανέκδοτα στην ποντιακή διάλεκτο με τον αυθορμητισμό, τη σοφία και τη γοητεία των ανθρώπων που ξέρουν ότι η αθυροστομία και η πρόκληση αποτελεί μέρος της αρχέγονης παράδοσης της χώρας μας και ότι η σεμνοτυφία αφορά μόνο τους στερημένους από αισθήματα και φορτωμένους με ενοχές απομονωτισμού ανθρώπους. Και όλο αυτό το ταξίδι – αντίδοτο στη θλίψη και στην ευθυγράμμιση της ζωής - αποτυπώνονταν διαρκώς φωτογραφικά από έναν συνταξιδιώτη μας, μέλος του ΔΣ του συλλόγου των Κασσιτερών, τον Στέλιο τον Κενανίδη, γνωστό ρέκτη της ποντιακής παράδοσης, που με τυφλή προσήλωση υπηρετεί κι αυτός εδώ και χρόνια την υπόθεση της προάσπισης του «ζείδωρου μύθου» της Ποντιακής του καταγωγής. 

Οφείλω, λοιπόν, ένα μεγάλο ευχαριστώ σ’ όλους αυτούς τους νοσταλγούς μιας ουτοπίας που προασπίζεται διαρκώς την ποιητική της καταγωγή και το δικαίωμα στην ύπαρξη της κοινότητας. Σ’ αυτές τις «διάφανες ψυχές», σ’ «αυτούς τους ονειροπόλους», που μας υπενθυμίζουν ότι η παιγνιώδης αταξία, η ευτυχία, η παιδικότητα, η καθαρότητα του γλεντιού και η πίστη στα νάματα της καταγωγής μπορούν να μας επιτρέπουν ακόμη να υπάρχουμε ως Άνθρωποι.                                    

Δεν υπάρχουν σχόλια: