Του Θεόφιλου Σιχλετίδη
Πάνε χρόνια από ένα βράδυ σε μία ελληνική ταβέρνα στο Λουντβισχάφεν, μία εργατούπολη στη Γερμανία παντελώς άγνωστη, μέχρι που μία «τυχαία» πυρκαγιά στέρησε τη ζωή σε εννέα μετανάστες από την Τουρκία.
Εκείνο το βράδυ, μερικά χρόνια πριν από την πυρκαγιά, με τους μετανάστες από την Τουρκία να πανηγυρίζουν στους δρόμους για κάποια νίκη στο ποδόσφαιρο, στην ταβέρνα ο Γιώργος Παρχαρίδης, καρδιοχειρουργός καθηγητής στο ΑΠΘ και πρόεδρος της Παμποντιακής Ομοσπονδίας Ελλάδας, μιλούσε για κάτι που τότε δεν υπήρχε. Για ένα φεστιβάλ ποντιακών χορών στην Ελλάδα, όπως το πανευρωπαϊκό που γίνεται κάθε χρόνο στη Γερμανία.
Το απόγευμα του προηγούμενου Σαββάτου ο περισσότερος κόσμος κάθισε απέναντι από μία τηλεόραση, για να δει την αναμέτρηση της Ελλάδας με την Ισπανία στο μπάσκετ. Την ίδια ώρα περισσότεροι από 6.000 πόντιοι από όλη την Ελλάδα βρίσκονταν στο Παλέ ντε Σπορ για το 5ο Πανελλαδικό Φεστιβάλ Ποντιακών Χορών. Έξω από το γήπεδο πουλούσαν σημαίες και μπλουζάκια με στάμπες από τον Πόντο αλλά και ποντιακά προϊόντα, όπως το περίφημο παρχαροτύρι, που «το τρως, όπως το βλέπεις». Μέσα οι προετοιμασίες των χορευτών ήταν εντατικές, με τις στολές τους, στα μαύρα και τα κίτρινα, να ταιριάζουν στα λάβαρα του Άρη που είναι κρεμασμένα από το ταβάνι του Παλέ. Ένας νεαρός, που φορούσε μπλούζα με τον Τσε, θύμιζε ότι η επανάσταση είναι παντού, μία κοπέλα που έχασε την κοτσίδα της -οι νεαρές πόντιες δεν αφήνουν πια μαλλιά έως τη μέση, όπως έκαναν οι γιαγιάδες τους- χαμογελούσε σε κάποιον που τη βοήθησε να τη βρει και η ώρα περνούσε περιμένοντας την άφιξη των επίσημων προσκεκλημένων του φεστιβάλ: υπουργών, νομάρχη, δημάρχου, εκπροσώπων κομμάτων, κυρίως όμως του Δημήτρη Μελισσανίδη, που για τους πόντιους συμβολίζει την επιτυχία στις επιχειρήσεις και για τους ΑΕΚτζίδες μία διοικητική προοπτική, ώστε να μην τρώνε τεσσάρες από την Έβερτον.
Όταν λοιπόν έφτασε στο Παλέ ο «Τίγρης» της εγχώριας πετρελαϊκής αγοράς, μαζί του και ο Σάββας Καλεντερίδης, πρώην πράκτορας της ΕΥΠ και πλέον συγγραφέας, ήρθε και η στιγμή που όλοι περιμένανε, η πιο συγκλονιστική του φεστιβάλ. Αυτή που μπορεί να σε κάνει να ταξιδεύσεις από τη μία άκρη της Ευρώπης στην άλλη, για να δεις τους χορευτές να μπαίνουν μέσα στο γήπεδο, φορώντας τις στολές των παππούδων και των γιαγιάδων τους, έστω με ψεύτικη κοτσίδα, και με τα χέρια ενωμένα, άλλοτε στραμμένα προς τον ουρανό, άλλοτε προς τη γη, χορεύοντας το ομάλ από την Κερασούντα.
Οι χορευτές μάς κύκλωσαν, βγήκαν από παντού και ήταν πάρα πολλοί, κάπου στις 2.000! Η αρένα του Παλέ αποδείχτηκε πολύ μικρή για αυτούς, γέμισε ασφυκτικά από μία τεράστια ανθρώπινη σπείρα. Μία σπείρα μνήμης για αυτά και αυτούς που χάθηκαν. Όσα φεστιβάλ ποντιακών χορών και να έχεις παρακολουθήσει, η είσοδος των χορευτών έχει πάντα κάτι το πρωτόγνωρο, κάτι που το βλέπεις για πρώτη φορά. Έρχεται από το παρελθόν, αλλά είναι μέλλον και οι χορευτές είναι τόσο πολλοί, γιατί ακριβώς αυτό θέλουν να πουν: «Είμαστε πολλοί και είμαστε εδώ», το πιθανότερο. Και εκείνη την ώρα του χορού, που στη μακρινή Πολωνία οι Ισπανοί έδειχναν αποφασισμένοι να μας «πατήσουν» στο μπάσκετ, η Μαυροθάλασσα του Πόντου ζωντάνεψε μέσα στο Παλέ ντε Σπορ και ο κόσμος στις εξέδρες χειροκροτούσε, έκλαιγε, χόρευε, τραγουδούσε, θυμόταν, σήκωνε τα χέρια ψηλά σαν να ήθελε να κρατήσει κάτι, ίσως ψυχές, σαν κι αυτή του Γώγου του Πετρίδη, του πατριάρχη της ποντιακής λύρας, στον οποίο ήταν αφιερωμένο το φετινό φεστιβάλ. Το τραγούδι του Αλέξη και του Στάθη Παρχαρίδη έβγαλε στην αρένα του Παλέ τους Μωμόερους, ντυμένους με παράλογες στολές, άλλοι διάβολοι, άλλοι γριές, προκλητικοί με τους επίσημους, με τη σάτιρά τους αντίπαλοι κάθε εξουσίας.
Ακολούθησαν 60 ιδιαίτερα βαρετά λεπτά, όπου το λόγο πήρε η εξουσία, οι εκπρόσωποί της, που με κανακέματα, κολακείες και κάτι υπερβολές από τη Θεσσαλονίκη έως τη νήσο Γαύδο πήραν το χειροκρότημα του κόσμου. Περισσότερο από όλους ο νομάρχης της καρδιάς μας, ο Παναγιώτης Ψωμιάδης, που χειροκροτήθηκε σε βαθμό παράκρουσης, πριν να μιλήσει, πριν να πει οτιδήποτε, αλλά με αυτό -και με αυτόν- ας ασχοληθεί η επιστήμη της ανθρωπολογίας. Στο Παλέ πήγαμε για τους χορούς, για το τικ (διπλό και τρομαχτόν) το κοτσαγγέλ, την τρυγώνα, το ομάλ, το κότσαρι, που ευτυχώς -σε αντίθεση με τους χαιρετισμούς- κράτησαν για πολλές ώρες με λύρες και νταούλια, νταούλια απίστευτα που θα άφηναν με το στόμα ανοιχτό και τους καλύτερους «κρουστούς» από την Ινδία και το Πακιστάν. Με το καλό του χρόνου το φεστιβάλ θα γίνει στην Κοζάνη.
Σεπ 21, 2009
ΝΑΥΤΕΜΠΟΡΙΚΗ
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου