Κυριακή 17 Μαΐου 2009

Βατίχ Τουρσούν: Η ζωή μου στην Ελλάδα (2)

Άρθρο του Βαχίτ στην εφημερίδα Ραντικάλ, με τίτλο: Τα ρωμέικα της Ανατολής πεθαίνουν

Είχαμε έναν Αθηναίο πλέον στην οικογένεια μας
Το 1992 κάναμε ένα δεύτερο παιδί το οποίο γεννήθηκε εδώ στην Αθήνα. Αφού γεννήθηκε εδώ, αυτόματα γράφτηκε στο Ληξιαρχείο της Αθήνας. Μετά από κάμποσο καιρό, όταν πήγαμε να τού δώσουμε όνομα, μας ρώτησε η υπάλληλος του Ληξιαρχείου τι όνομα του δώσαμε. «Φίλιππος» της είπαμε. Μας ζήτησε το βαφτιστήρι του παιδιού. «δεν έχουμε τέτοιο χαρτί και το παιδί, είναι αβάφτιστο» της απαντήσαμε. Αρνιότανε να γράψει το παιδί, λες κι το όνομα «Φίλιππος» ήταν ιδιοκτησία της. Με ολόκληρη φασαρία, καταφέραμε να τον γράψουμε ως «Φίλιππο». Ύστερα πήγαμε στο Τουρκικό προξενείο για να τον δηλώσουμε και εκεί. Πάμε στο Τουρκικό Προξενείο και τους λέμε: «Θέλουμε να γράψουμε ένα παιδί». Μας ζητάνε την Ληξιαρχική Πράξη Γεννήσεως και τους την δίνουμε. Μόλις βλέπουνε εκεί το όνομα «Φίλιππος» αρχίζουν να αντιδρούνε. «Μα Μουσουλμάνοι δεν είστε» μας ρώτησαν. «Και τι σχέση έχει αυτό; Και τα ονόματα Τουράν, Τζενκίζ, Ατίλλα δεν είναι Μουσουλμανικά αλλά τα παίρνουν και αυτοί που είναι Μουσουλμάνοι» τους απαντήσαμε. «Μα αυτά είναι Τουρκικά» μας είπανε. Τελικά έγινε φασαρία εκεί και χωρίς να γράψουμε το παιδί, φύγαμε.

Γνωρίστηκα με τον κύριο Ömer Asan
Μέσα σε αυτά τα χρόνια (μάλλον το 1995), γνωρίστηκα με τον κύριο Ömer Asan, ο οποίος λίγο πολύ ενδιαφερόταν γιά την ιστορία και τον πολιτισμό μας. Όταν πρώτη φορά τον πήρα τηλέφωνο, μου είπε πώς ήθελε να έρθει σε επαφή με ποντιακούς συλλόγους και ότι γι’ αυτόν τον λόγο πήγε στο Ελληνικό προξενείο, από όπου και τον έδιωξαν. Μου είπε και για την επιθυμία του πώς θέλει να έρθει στην Ελλάδα για να μάθει τα Νέα Ελληνικά, ώστε να μπορέσει να διαβάσει τα Ελληνικά ιστορικά βιβλία. Διότι ενδιαφερότανε για την γλώσσα και τον πολιτισμό του Πόντου. Τελικά με τη δική μου βοήθεια ήρθε στην Ελλάδα για μαθήματα Νέας Ελληνικής γλώσσας. Πρέπει να θυμάται πολύ καλά ο κύριος Βλάσης Αγτζίδης τις μέρες που τον έπαιρνα συχνά τηλέφωνο και ζητούσα βοήθεια γι’ αυτόν. Τελικά ήρθε, έμαθε λίγα Ελληνικά, γύρισε πίσω και αργότερα έγραψε το βιβλίο «Ποντιακός Πολιτισμός». Το βιβλίο αυτό, αργότερα μπήκε στο στόχαστρο τον γκρίζων λύκων και παρουσιάσθηκαν προβλήματα με τις αρχές.

Άρχισαν τα προβλήματα με τις αρχές
Περίπου το 1996 οι Ελληνόφωνοι από τον Πόντο που ζούσαν στην Ελλάδα, αρχίζουν να έχουν προβλήματα με τις τουρκικές αρχές. Όσες φορές ταξίδευαν προς τον Πόντο, τους σταματούσαν στα σύνορα ή στο αεροδρόμιο και τους ρωτούσαν διάφορα και ειδικά για μένα. Τα παιδιά αυτά ήταν απλοί άνθρωποι και δεν ήταν ενημερωμένοι ούτε για τα δικαιώματα τους. Ό,τι τους ρώταγε η αστυνομία, αυτοί απαντούσαν. Όπου κολλούσανε, λέγανε «εγώ δεν ξέρω, ο Vahit Tursun ξέρει. Αυτός μας βοηθάει εκεί». Ρίχνοντας όλες τις ευθύνες πάνω μου, προσπαθούσαν να γλιτώσουν από διάφορες ερωτήσεις της αστυνομίας.
Μία μέρα ταξιδεύει προς Τουρκία ένας δικός μας και στον γυρισμό πάει στο Ελληνικό προξενείο για βίζα. Βρίσκεται από έξω και περιμένει να έρθει η σειρά του για να μπει μέσα. Τόν πλησιάζει ένας τύπος και του λέει πως θέλει να του μιλήσει για κάτι σημαντικό. Προχωράνε λίγο παραπέρα και ξαφνικά μπαίνει στην παρέα ένας δεύτερος. Με βια τον βάζουν στο αυτοκίνητο και του κλείνουν τα μάτια. Μετά από μισή ώρα σταματάνε κάπου και τον βάζουν σε ένα υπόγειο με λίγο φώς. Τον ξεβρακώνουν μέχρι και το εσώρουχό του. Ύστερα αρχίζουν να τον ρωτάνε διάφορα. Τελικά επί είκοσι ώρες περίπου τον κρατούσαν εκεί και τον ρωτούσαν συνέχεια τα ίδια και τα ίδια. Ρωτούσαν για μένα, για την σχέση του με τον κύριο Σάββα Καλεντερίδη και για κάποια άλλα ονόματα. Ό,τι ήξερε απαντούσε. Ύστερα τον αφήσανε σε ένα μέρος και του είπανε χωρίς να κοιτάς πίσω σου προχώρα και φύγε.
Τέτοιου είδους προβλήματα, συνεχίστηκαν επί δύο χρόνια περίπου. Ο κάθε ένας Ελληνόφωνος που ταξίδευε από Ελλάδα προς Τουρκία, έπρεπε να περάσει ανάκριση από την αστυνομία.

Μας έβαλε στη λίστα ο Kemal Yazıcıoğlu
Σε εκείνα τα χρόνια, διοικητής της αστυνομίας της Κωνσταντινούπολης, ήταν ένας ελληνόφωνος Τραπεζούντιος (Kemal Yazıcıoğlu) και μάλλον σε αυτόν είχαν αναθέσει οι τουρκικές αρχές να μαζεύει όλα τα ονόματα των ανθρώπων που ήταν από τον Πόντο και ζούσαν στην Ελλάδα. Αυτός έβγαλε μία λίστα και ετοίμασε διάφορες κατηγορίες εναντίον μας και τήν έδωσε στο πρώην Δικαστήριο Κρατικής Ασφάλειας. Αυτά μου τα έλεγε κάποιος ξάδερφος του (Mehmet Kul) που ήταν μεγαλέμπορος βαρέων εργοστασιακών μηχανών εδώ στην Ελλάδα. Εγώ που τα ήξερα όλα αυτά, δεν μπορούσα πλέον να σκεφτώ να κάνω ταξίδι προς τον Πόντο. Είχα την οικογένεια μου εδώ και δεν μπορούσα να μπω σε περιπέτειες με τις τουρκικές αρχές. Αλλιώς πολύ θα ήθελα να τους πω κατάμουτρα ότι δεν είμαι Τούρκος και εσείς είσαστε ψεύτες που πάτε να μας εξαφανίσετε.

Και εδώ στην Ελλάδα τα προβλήματα φούντωναν
Τα προβλήματα εδώ στην Ελλάδα, όσο περνούσε ο καιρός, φούντωναν. Άρχισα να έχω προβλήματα και με τους Πόντιους. Ο καθένας κατηγορούσε τον άλλον και μου έλεγε να μην κάνω παρέα μαζί του. Εγώ όμως, ερχόμενος από έξω και έχοντας ανάγκη την βοήθεια όλων, δεν μπορούσα να κόψω την επαφή μου με κάποιον, επειδή μου το ζήτησε ένας άλλος. Άλλωστε σιγά-σιγά άρχισα να καταλαβαίνω πώς πολλοί από αυτούς που γνώρισα, δεν ενδιαφερότανε για μας και τον πολιτισμό μας πραγματικά. Μερικοί προσπαθούσαν να πείσουν τα δικά μας παιδιά που ήρθαν από τον Πόντο, ώστε να βαφτιστούν Χριστιανοί για να μην έχουνε γραφειοκρατικά προβλήματα. Εγώ ήμουν ενάντια σε αυτό. Διότι μου έκανε ζημιά στον αγώνα που έδινα για την αφύπνιση του Ελληνόφωνου πληθυσμού στον Πόντο.
Εκτός από αυτά τα προβλήματα, συνέχιζε και το πρόβλημα της Άδειας Παραμονής. Τελευταία φορά όταν μάζεψα τα ονόματα των δικών μας και πήγα στο Υπουργείο Δημόσιας Τάξης για ανανέωση των αδειών, εκεί βρέθηκα με κάποιον κύριο (ξέχασα το όνομα του), πού μου είπε να μην κουβαλώ διάφορα ονόματα για Άδεια Παραμονής. «Αν θέλεις να σου δώσουμε όσο Άδεια θέλεις αλλά δεν θα ασχοληθείς άλλο με κανέναν και από αυτά τα ονόματα που έφερες, δεν θα πάρουν και όλοι» μου είπε. Του απάντησα: «Αν δεν δώσετε Άδεια, έστω και σε έναν, δεν θέλω και εγώ». Δεν ξέρω τι ήθελε, αλλά, πράγματι, σε κάποια παιδιά δεν έδωσε. Από τότε, άλλο δεν μου ξανάέδωσαν και Άδεια Παραμονής.
Παρόλη την αρνητική κατάσταση που επικρατούσε και τα προβλήματα που με τυραννούσαν, η «Ατομική Αυτοκρατορία» που είχα δημιουργήσει ακόμη ήταν όρθια. Άρχισα να γνωρίζω άλλους ανθρώπους. Γνώρισα αρκετούς μη πόντιους.

Παιχνίδια τις ΜΙΤ και ΕΥΠ εναντίον μας
Δεν θυμάμαι πια χρονιά ήταν, (πάντως εποχή ΠΑΣΟΚ) μία μέρα λοιπόν, είχε εξαφανιστεί ένας δικός μας από την περιοχή Νέας Μάκρης όπου είχαμε εγκατασταθεί και ζούσαμε μαζί. Τον ψάξαμε παντού και δεν τον βρήκαμε. Το γεγονός το καταγγείλαμε στην αστυνομία και τους ρωτήσαμε αν τον έχουν αυτοί. Μας είπαν «δεν τον έχουμε εμείς». Το μεταφέραμε ακόμη και στις εφημερίδες. Μόλις καταλαβαίνουν οι αρχές ότι το θέμα πάει να βγεί στα ΜΜΕ, παίρνουν τηλέφωνο στην ΟΠΣΝΕ, τον τότε πρόεδρο Νίκο Αμανατίδη και του λένε πώς το παιδί βρίσκεται και ανακρίνεται στο «Τμήμα Κατασκοπίας». Η είδηση έπεσε σαν κεραυνός. Παθαίνουμε μεγάλο σοκ. Το παιδί που το βοήθησα εγώ ο ίδιος να έρθει στην Ελλάδα, ανακρινότανε σαν «κατάσκοπος». Μα αυτός ήταν ένα παιδί που δεν γνώριζε καλά καλά το όνομά του ακόμη. Αυτός ήταν τόσο απλοϊκός και αγράμματος, θα έκανε τον κατάσκοπο; Τον γνώριζα καλά. Στο χωριό ήταν γείτονας μας. Το δημοτικό με το ζόρι είχε τελειώσει. Ότι και να ήταν, πλέον δεν μπορούσα να τον υπερασπιστώ. Ενημερώνω όλα τα παιδιά και τους λέω το και το. Φυσικά όλοι παθαίνουν το ίδιο σοκ. Έτσι αρχίζουμε να περιμένουμε το αποτέλεσμα. Με παίρνει τηλέφωνο ξανά ο Νίκος Αμανατίδης και μου λέει: «Βαχίτ, κοίταξε, την Δευτέρα θα τον αφήσουν ελεύθερο. Αλλά από κι και πέρα δεν θα τού κάνετε τίποτα. Μου είπαν από την Αστυνομία, αν πάθει κάτι, εσύ θα είσαι υπεύθυνος». Τρελάθηκα. Μα τι σχέση θα είχα εγώ μαζί του και γιατί αυτός ο εκβιασμός. Δηλαδή αν πάθει κάτι από κάποιον άλλον, εγώ θα έφταιγα; Δεν μπορούσα να βγάλω συμπέρασμα. Είχε σταματήσει το μυαλό μου. Τελικά πράγματι την Δευτέρα το πρωί βγήκε και ήρθε. Όλα τα δικά μας παιδιά που ζούσαν εδώ στην Νέα Μάκρη ήταν εξοργισμένοι. Ένας έλεγε: «ας τον καθαρίσουμε». Άλλος μιλούσε για βασανισμό, άλλος για κάτι άλλο. Δηλαδή ολόκληρος μπελάς στο κεφάλι μου. Μου είπε ένας «ας πάμε πρώτα να τού μιλήσουμε, να δούμε τι έγινε και γιατί τον πήραν». Λογικό μου φάνηκε. Μία μέρα το βράδυ, οι δύο μαζί πήγαμε στο σπίτι του. Ξεκίνησα να τού λέω: «κοίτα φιλέ, τα ξέρω όλα αλλά πρέπει να τα ακούσω από σένα. Αν τολμήσεις να πεις το παραμικρό ψέμα, σε φάγαμε εδώ ζωντανό». Άρχισε να μας κοιτάει με φόβο και έπειτα να τρέμει. «Μίλα ρε... αν μιλήσεις και πεις την αλήθεια, δεν θα σε κάνουμε τίποτα» του είπα. Άρχισε σιγά σιγά να μας εξηγεί όλη την υπόθεση. Μας λέει λοιπόν:
«Μία μέρα που πήγα στο Τουρκικό Προξενείο εδώ στην Αθήνα, με ρώτησαν πώς ήρθα και τώρα πού ζω εδώ στην Αθήνα, κλπ. Με ρώτησαν αν θα μείνω για πολύ καιρό ακόμη εδώ και τους είπα ότι ετοιμάζομαι να φύγω. Μου ρώτησαν αν μπορώ να κάνω μια δουλειά γι’ αυτούς. Τους είπα «ναι, φυσικά αν μπορώ». «Μπορείς, μπορείς» μου είπανε. Μου είπανε πώς ήξεραν ότι έζησα σαν Πόντιος εδώ στην Ελλάδα και αν κάνω αυτό που θα μου πούνε, δεν θα είχα κανένα πρόβλημα στην Τουρκία, κλπ. Τελικά με φέρνουν στην Ξάνθη κάπου, σε κάποιο σπίτι για μία βδομάδα και εκεί με μαθαίνουν τι πρέπει και πώς πρέπει να μάθω για σένα, την παρέα και τις επαφές σου, κλπ.»
Όσο αυτός συνέχιζε, εγώ έπεφτα από τα σύννεφα. Μία στιγμή με παίρνει η τρέλα και ήθελα πλέον να τον αρπάξω. Με εμποδίζει ο φίλος μου και με βγάζει έξω. Ύστερα φεύγουμε και οι δυό. Μετά από κάμποσες μέρες, του στέλνουμε ένα μήνυμα με άλλα παιδιά. Το μήνυμα ήταν πως το συντομότερο δυνατόν έπρεπε να φύγει από την Ελλάδα, διότι τον πήραν χαμπάρι οι αριστερές και Κουρδικές οργανώσεις και σκέπτονταν να τον καθαρίσουν. Τελικά μέσα σε μία βδομάδα, αφού κατάφερε να πουλήσει και μερικά πράγματα που είχε, ξαφνικά και κρυφά εξαφανίστηκε. Αργότερα μάθαμε πως πήγε στην Τουρκία.
Αυτός έφυγε ενώ εγώ ήμουν εδώ... είχα να αντιμετωπίσω άτομα, ερωτήσεις, καταστάσεις, δυσκολίες, κουταμάρες, λασπολογίες, αμφιβολίες και ένα σωρό άλλα. Είχα να υποφέρω τόσα και τόσα...
Αργότερα κάθομαι και σκέπτομαι πιο ήρεμα. Ρωτώ στον εαυτό μου:
Γιατί τον πήραν και γιατί τον άφησαν;
Αφού τον άφησαν, γιατί τον έστειλαν πάλι στην Νέα Μάκρη;
Αφού θα τον στέλνανε κοντά μας στην Νέα Μάκρη, γιατί τότε δεν τον αφήσανε σιωπηλά και ανακοίνωσαν το πού και γιατί ανακρινότανε;
Δεν ήξεραν ότι θα αντιδράσουμε;
Δεν φοβήθηκαν ότι μπορεί κάποιος από μας να τον σκότωνε;

Μάλλον περιπέτειες ήθελαν και αφού από την αρχή με φόρτωσαν την ευθύνη, αν πάθαινε κάτι θα με ρίχνανε μέσα... αυτά θα τα καταλάβω αργότερα.

Η Αυτοκρατορία μου κατέρρευσε και οι γνωστοί μου εξαφανίστηκαν
Ύστερα από αυτό το απίστευτο γεγονός, η αυτοκρατορία μου κατέρρευσε. Όλοι οι φίλοι (;) μου οι Πόντιοι, όσο περνούσε ο καιρός, αποστασιοποιούνταν από μένα. Μέχρι τότε, σχεδόν κάθε μέρα, μιλούσαμε επί ώρες στα τηλέφωνα, κι όλοι αυτοί οι άνθρωποι, ξαφνικά χάθηκαν. Παλαιά, για να κρατήσω επαφή με τις εκατοντάδες γνωριμίες που είχα, την ημέρα έπαιρνα τουλάχιστον σε πέντε δέκα άτομα και μιλούσα αρκετά. Τους λογαριασμούς που μου ερχόντουσαν, ούτε οι πολυεθνικές εταιρίες δεν τους είχαν. Εκατομμύρια δραχμές, είχαν γίνει αέρα. Ό,τι έβγαζα με τον ιδρώτα μου, το πλήρωνα στον ΟΤΕ.
Και ξαφνικά...
Βρέθηκα μέσα στην βασανιστική σιωπή. Απομονώθηκα εντελώς. Επί ένα με ενάμισι χρόνο δεν πήρα κανέναν τηλέφωνο. Ούτε κανείς με έψαξε για να δει αν ζω, για να μάθει αν απελάθηκα, αν βρίσκομαι στα βασανιστήρια της Τουρκίας. Τίποτα...
Ευτυχώς που τότε υπήρχαν δουλειές. Αφοσιώθηκα λίγο στη δουλειά μου και προσπάθησα να αντιμετωπίσω την κατάσταση.

Μέναμε παράνομα στην Ελλάδα
Παρόλο που ήμουν επίσημα εργολάβος οικοδομών και φορολογούμενος κανονικά, παρόλο που είχα σύμβαση με την ΕΡΤ, παρόλο που ήμουν ασφαλισμένος στο ΙΚΑ, στην χώρα βρισκόμουν παράνομα και ανά πάσα στιγμή κινδύνευα από σύλληψη και απέλαση. Επί χρόνια αυτό το πρόβλημα που είχα με τις αρχές, με έκανε να κλειστώ στο σπίτι μου και να μην μπορώ να βγω έξω, να κυκλοφορώ ελεύθερα, να αναζητώ το ψωμάκι της οικογένειας μου όπως έπρεπε. Επηρεάσθηκε η οικονομική μου κατάσταση εξαιτίας αυτών των προβλημάτων. Δεν μπόρεσα να βάλω φράγκο πάνω στο άλλο. Τα χρέη, ποτέ δεν με παράτησαν. Συνέχεια μου κάνανε παρέα. Σε όλα αυτά τα χρόνια, το μόνο καλό που είχα, ήταν πως είχα αρκετές ελεύθερες ώρες, μέρες και νύχτες, ώστε να ασχοληθώ με τον πολιτισμό μου, τόσο που δεν θα μπορούσα να ασχοληθώ σε μία φυσική κατάσταση ζωής.

Ξεκίνησα έναν αγώνα μέσω του διαδικτύου
Αφού ζούσα σαν τα ποντίκια κρυφά, κλεισμένος στο σπιτάκι μου, είχα μπόλικο χρόνο να ξοδεύω για κάθε τι. Έτσι άρχισα να γνωρίζω τους υπολογιστές. Άρχισα να χρησιμοποιώ το διαδίκτυο, περίπου από την αρχή που μπήκε στη ζωή του κόσμου, για να ενημερώσω ιστορικά τους δικούς μας στην πατρίδα. Κάθισα και δημιούργησα μία ιστοσελίδα στην δική μας διάλεκτο, με λατινικές χαρακτήρες, ώστε να μπορεί να διαβάζεται από τους δικούς μας που ζούνε στην Τουρκία και σε διάφορα μέρη του πλανήτη. Έτσι άρχισα να γράφω κάτι, γύρω από την ιστορία, χωρίς να είμαι ιστορικός. Άρχισα να συμμετέχω σε ιστορικές συζητήσεις που γινόντουσαν σε διάφορα Μαυρο-θαλασσίτικα φόρουμ του διαδικτύου. Χωρίς να το συνειδητοποιήσω, βρέθηκα μέσα σε έναν πόλεμο, που κανένας εδώ στην Ελλάδα δεν γνώριζε. Έπρεπε να αντιδράσω στις κουταμάρες που γράφανε. Έπρεπε να διορθώσω τα λάθη που κάνανε. Έπρεπε να απαντήσω στα ερωτηματικά που βάζανε. Έπρεπε να αντιμετωπίσω το παραπλανητικό βομβαρδισμό που κάνανε. Έπρεπε να σκουπίσω τις λάσπες που μου ρίχνανε. Έπρεπε και έπρεπε...

Ούτε είχα, ούτε ήξερα
Για όλα αυτά, έπρεπε να ήξερα και έπρεπε να είχα. Να ήξερα καλά την Τουρκία, την Ελλάδα, τον πλανήτη. Να ήξερα αρκετά από την ιστορία του Πόντου, της Μικρά Ασίας, της Ελλάδος, του Ελληνισμού. Τίποτα από αυτά... Έπρεπε να ήξερα την αρχαιότητα, την αρχαιολογία, που εγώ ακόμη δεν είχα πάει σε κανένα μουσείο. Έπρεπε να ήξερα από κλασικά βιβλία, που εγώ ακόμη δεν είχα ακούσει τον Σωκράτη, τον Πλάτωνα, τον Ιπποκράτη. Δεν είχα ακούσει για τον Ξενοφώντα, για τον Όμηρο. Δεν γνώριζα ούτε τους πατριώτες μου τον γεωγράφο Στράβωνα, τον φιλόσοφο Διογένη. Τίποτα από κανένα...
Έτσι αισθάνθηκα την ανάγκη για να ξαναέρθω σε επαφή με κάποιους συγκεκριμένους πόντιους. Έπαιρνα τηλέφωνα σε διάφορους ιστορικούς για να μάθω κάτι ώστε να απαντήσω. Πολύ καλά ξέρουν πόσες φορές πήρα για να μάθω κάτι, οι κύριοι Κώστας Φωτιάδης, Βλάσης Αγτζίδης, Νεοκλής Σαρρής και πολλοί άλλοι, σχετικοί και άσχετοι.
Και για τα παραπάνω έπρεπε να είχα αλλά δεν είχα. Να είχα περιουσία, επιχειρήσεις, λεφτά, δραχμές, ευρώ. Τίποτα από αυτά...
Έπρεπε να είχα υποστήριξη, επιδότηση, χρηματοδότηση, σε μια εποχή που όπως άκουα, πάρα πολλοί πόντιοι τσακωνόντουσαν ποιος να πάρει πόσα και από που. Ποίος έφαγε πόσα και πώς.
Δεν έπρεπε να είχα ψυχολογική υποστήριξη τουλάχιστον; Ενώ εγώ είχα την αστυνομία που έπρεπε να παίζω κρυφτό μαζί της, διότι δεν είχα άδεια παραμονής. Έτρεμα όταν έβλεπα τροχονόμο, διότι δεν είχα δίπλωμα οδηγήσεως. Πάντα ζούσα τον φόβο της απέλασης και φυλάκισης.

Οι φίλοι μου δεν μπορούσαν χωρίς τους Ελληνόφωνους
Όμως από την άλλη, οι Πόντιοι που είχαν μάθει να κάνουν πολιτική στις πλάτες των Ελληνόφωνων Ποντίων, έπρεπε να βρουν άλλους και το κατάφεραν. Δεν ήθελαν δύσκολο άτομο σαν κ’ εμένα.
Μία μέρα ακούω ότι ήρθαν κάποια παιδία από τον Πόντο και άρχισαν να σπουδάζουν εδώ στα πανεπιστήμια. Τους είχαν φέρει από την Τουρκία, άνθρωποι που σύχναζα μαζί τους. Ενώ μέχρι τότε, με ενημέρωναν όταν ήτανε να πάνε στον Πόντο και με ρωτούσαν ποιους μπορούν να βρούνε εκεί, κλπ. ξαφνικά φέρνουν άτομα από τον Πόντο και εγώ το μαθαίνω μετά από μήνες. Μάλλον δεν ήθελαν καν να έρθω σε επαφή με αυτά τα παιδιά. Ίσως φοβόντουσαν μήπως τους ενημερώσω για κάποια πράγματα που δεν πήγαιναν καλά εδώ. Για να τους χειριστούν εύκολα, να τους βαφτίσουν Χριστιανούς, χωρίς να αντιδράσει κανείς. Ίσως θέλανε έτσι να δικαιολογήσουν τα επιχειρήματα τους κάποιοι άνθρωποι εδώ που συνέχεια μιλούσανε και γράφανε για «Κρυπτοχριστιανούς» στον Πόντο. Με μένα αυτό δεν γινότανε...
Τελικά, μετά από μήνες, σιγά σιγά γνωρίστηκα με αυτά τα παιδιά αλλά, παρατήρησα πώς προσπαθούσαν να κρατήσουν μια περίεργη απόσταση μαζί μου. Και εγώ από την δική μου πλευρά κράτησα μια απόστασή, ώστε να μην ενοχληθούν εξαιτίας μου από τις τουρκικές αρχές.
Αργότερα ξεκίνησαν κάποιοι από αυτούς που τους έφεραν, να μαζεύουν βοήθεια για να τους συντηρήσουν. Ακόμη και σε αυτό βοήθησα, οργανώνοντας μία εκδήλωση στην Νέα Μάκρη. Σε αυτήν την εκδήλωση, είχαν έρθει κάποιοι τύποι, που με ρώτησαν με περίεργο τρόπο, πώς μάζεψα τόσο κόσμο και από που τους γνωρίζω, κλπ.
Υποψιάζομαι ότι, μάλλον ήτανε κάποιοι από τον κρατικό μηχανισμό, οι οποίοι θέλανε να ελέγχουνε τις μάζες και αυτούς που μπορούσαν να μαζέψουν τις μάζες.
Συνεχίζεται...

2 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Βαχιτ να ξέρεις δεν είναι εύκολο να είναι κανείς Έλληνας. Πόσο μάλλον Έλληνας του πόντου. Απλά θέλει κότσια (για να μην πω άλλη λέξη) για να είναι κανείς Έλληνας... Άλλα όσο δύσκολο κι αν είναι, αυτό μας έδωσε η ζωή. Προσωπικά, είμαι Έλληνας που έφυγα από την Ελλάδα για σπουδές, και ο γυρισμός στην Ελλάδα όταν τελείωσα ήταν το ίδιο δύσκολος με όταν έφυγα.

Δεν συγκρίνω με τίποτα τα όσα πέρασες με τα δικά μου, απλά καταλαβαίνω τις δυσκολίες που έζησες. Κουράγιο.

Ανώνυμος είπε...

Η Οδύσσεια ενός Έλληνα ανάμεσα στη Σκύλλα του ελληνικού κράτους-μαριοννέττας και του τουρκικού κεμαλικού κατεστημένου.