Του Γρηγόρη Κεσίσογλου
Οι γεωπολιτικές ανακατατάξεις στην ευρύτερη περιοχή μας, θέτει ξανά το ερώτημα για την δυνατότητα της ελληνικής πολιτικής ηγεσίας να αναλύει σωστά τα δεδομένα και να λαμβάνει εκείνες τις αποφάσεις, οι οποίες αν μη τι άλλο δεν θα οδηγούν την χώρα σε περιπέτειες.
Μία πρόσφατη περίπτωση κακής διαχείρισης και λανθασμένων επιλογών, που θα μπορούσαν να προκαλέσουν στην Ελλάδα και στην Κύπρο σοβαρά προβλήματα, ήταν το Σχέδιο Ανάν, με την καταψήφιση του οποίου αποσοβήθηκαν περαιτέρω κίνδυνοι.
Η πρόσφατη απόφαση του Δικαστηρίου Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων για την υπόθεση Οραμς, απέδειξε πόσο λάθος θα ήταν για την ελληνική πλευρά να συμβιβαστεί στην μη εφαρμογή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στο ιδιοκτησιακό, όπως θα συνέβαινε εάν είχε εγκριθεί το Σχέδιο Ανάν.
Ενώ δεδομένη θα πρέπει να θεωρείται η δοκιμασία της Ελλάδας από τους εκβιασμούς της άλλης πλευράς, κατά την εφαρμογή πολλών σημείων του Σχεδίου Ανάν που είχαν συνδεθεί με την ενταξιακή πορεία της Τουρκίας στην Ε.Ε. Σήμερα που καρκινοβατεί η «πορεία ένταξης» γίνονται φανεροί οι κίνδυνοι στους οποίους θα είχε εκτεθεί η Ελλάδα και η Κύπρος.
Κι όμως πριν το κρίσιμο δημοψήφισμα υπήρχαν πολιτικοί ηγέτες σε Ελλάδα και Κύπρο που στήριζαν με ιδιαίτερο πάθος το Σχέδιο Ανάν.
Μια απόφαση που προκαλεί έντονες συζητήσεις μέχρι τις μέρες μας, παρά τα 90 χρόνια που πέρασαν, είναι η αποστολή Ελληνικού στρατού στην Ιωνία το 1919. Η πρόσφατη ζωηρή συζήτηση από τις στήλες της Καθημερινής και την ιστοσελίδα της εφημερίδας, είναι ενδεικτική της διχογνωμίας επί της ιστορικής εκείνης απόφασης.
Στο άρθρο που δημοσιεύουμε σε διπλανή στήλη, παραθέτουμε κάποια ιστορικά στοιχεία, τα οποία θέτουν σοβαρά ερωτηματικά για το κατά πόσο αναλύθηκαν επαρκώς οι διεθνείς και οι τοπικές συνθήκες από την τότε πολιτική ηγεσία του Ελ. Βενιζέλου, κατά την λήψη της απόφασης για αποστολή Ελληνικού στρατού στην Σμύρνη.
Την Πρωτομαγιά του 1919, η νύμφη της Ιωνίας, η Σμύρνη, ζει μία από τις πιο σημαντικές στιγμές της Ιστορίας της. Λίγες ώρες μετά επρόκειτο να αποβιβαστούν στην προκυμαία της τα στρατεύματα της Ελλάδας, τα οποία οι Έλληνες της πόλης θα υποδέχονταν ως απελευθερωτές.
Τα όνειρα που έκαναν οι ραγιάδες κατά τις εκατονταετίες της σκλαβιάς τους, σε λίγο «θα έπαιρναν εκδίκηση».
Όμως ήταν πράγματι έτσι ή μήπως επρόκειτο για μία αυταπάτη που έτρεφε μεγάλο τμήμα των Ελλήνων της Ιωνίας και της υπόλοιπης Ανατολής, οι οποίοι δεν γνώριζαν το γεωπολιτικό παιχνίδι που παιζόταν στην ευρύτερη περιοχή τους;
Την Πρωτομαγιά του 1919 δημογέροντες, κοινοτικοί επίτροποι και άλλοι πρόκριτοι της Ελληνορθόδοξης κοινότητας της Σμύρνης, συγκεντρώνονται μετά από πρόσκληση του Μητροπολίτη Χρυσόστομου, στο Μέγα Συνοδικό της Μητρόπολης. Ο περίβολος της Αγίας Φωτεινής γεμίζει ασφυκτικά από κόσμο που υποψιάζεται ότι συμβαίνει κάτι έκτακτο.
Μετά από λίγο καταφτάνει και ο Ύπατος Αρμοστής της Ελλάδας στη Σμύρνη, ναύαρχος Ηλίας Μαυρουδής. Στην αρχή της συνεδρίασης ο Μητροπολίτης Χρυσόστομος παίρνει τον λόγο και απευθυνόμενος στην ηγεσία της κοινότητας λέει: «Αδελφοί το πλήρωμα του χρόνου επέστη. Οι πόθοι των αιώνων εκπληρούνται. Οι έκτακτοι χρόνοι ήγγικαν. Αι μεγάλαι ελπίδες του γένους μας, ο ανύστακτος, ο σφοδρός, ο μύχιος, ο θερμός, ο καίων και φλογίζων ως ο πεπυρακτωμένος σίδηρος τα σπλάχνα μας πόθος προς ένωσιν μετά της μητρός μας Ελλάδος, ιδού κατά τη σήμερον ιστορικήν και αξιομνημόνευτον ημέραν της 1ης Μαϊου γίνεται πράγμα και γεγονός τετελεσμένον... Η αποβίβασις των ελληνικών μεραρχιών εις τα Μικρασιατικά παράλια ήρξατο…»
Ο πύρινος λόγος του φλογερού πατριώτη Μητροπολίτη είχε την κατάληξη: «Ζήτω η Μεγάλη μας Πατρίς Ελλάς. Ζήτω η Ελληνική Σμύρνη. Ζήτω ο Βενιζέλος. Ζήτω ο ναύαρχός μας Ηλίας Μαυρουδής. Ζήτω η ένωσίς μας μετά της μητρός Ελλάδος».
Στη συνέχεια πήρε τον λόγο ο ναύαρχος Μαυρουδής:
«Κύριοι, όταν προ τινών μηνών ήλθον ενταύθα, σας έφερα ελπίδας μόνον. Σήμερον σας φέρω την πραγμάτωσιν μέρους των ελπίδων εκείνων, ως και ελπίδας θετικάς διά την πραγματοποίησιν των υπολειπομένων. Αντί παντός άλλου θα σας αναγνώσω το ακόλουθον τηλεγράφημα του Προέδρου της Κυβερνήσεως κ. Βενιζέλου, το οποίο και απευθύνεται προς υμάς και το οποίον έχω εντολήν να σας ανακοινώσω! Ιδού το τηλεγράφημα. Ο πρόεδρος της Ελληνικής Κυβερνήσεως σας παρακαλεί εις εκάστην φράσιν του, εις εκάστην λέξιν, εις έκαστον κόμμα ακόμη, να τηρήσετε ευλαβώς τας εντολάς του» (1).
Ο Ναύαρχος Μαυρουδής αρχίζει να διαβάζει:
«Τηλεγράφημα του κ. Βενιζέλου.
Το πλήρωμα του χρόνου ήλθεν. Η Ελλάς εκλήθη υπό του Συνεδρίου της Ειρήνης να καταλάβη τη Σμύρνην ίνα ασφαλίση την τάξιν. Οι ομογενείς εννοούσιν ότι η απόφασις αυτή ελήφθη διότι εν τη συνειδήσει των διευθυνόντων το Συνέδριο, είναι αποφασισμένη η ένωσις της Σμύρνης μετά της Ελλάδος...» (2)
Την επομένη, 2 Μαΐου 1919, η νηοπομπή που μεταφέρει τον Ελληνικό στρατό αναχωρεί από την Λέσβο και κατευθύνεται προς τη Σμύρνη. Η Ημερήσια Διαταγή του πρωθυπουργού Ελευθερίου Βενιζέλου που ανακοινώνεται στους αξιωματικούς και τους οπλίτες, μεταξύ άλλων αναφέρει (3):
«…Απεφασίσθη υπό των μεγάλων Δυνάμεων η διά του ελληνικού στρατού κατάληψις της Σμύρνης και η εξασφάλισις της τάξεως εκεί. Αποστολή, τιμητικωτέρα της οποίας σπανίως ανετέθη εις τμήμα του εθνικού στρατού, καθ' όλην τη μακράν του ιστορίαν... Η Συνδιάσκεψις δεν απεφάσισεν ακόμη οριστικώς επί των εθνικών μας διεκδικήσεων, αλλ' η τιμή την οποία μας κάμνει, να μας εμπιστευθή την εξασφάλισιν της τάξεως εις την μητέρα της Ιωνίας, αποδεικνύει ποίαν προς ημάς έχει εμπιστοσύνην και της εμπιστοσύνης αυτής είμαι βέβαιος θα αποδειχθήτε άξιοι...»
Από την ανάγνωση των παραπάνω δηλώσεων και ανακοινώσεων βγαίνουν κάποια συμπεράσματα.
Για τον Μητροπολίτη Χρυσόστομο η «ένωσις μετά της μητρός Ελλάδος» ήταν δεδομένη. Την πεποίθηση του αυτή επισφραγίζει το προαναφερθέν τηλεγράφημα του Ελ. Βενιζέλου που δηλώνει κατηγορηματικά ότι «…είναι αποφασισμένη η ένωσις της Σμύρνης μετά της Ελλάδος».
Όμως την ίδια ώρα ο ίδιος ο «εθνάρχης» δήλωνε προς το στράτευμα ότι «…Η Συνδιάσκεψης δεν απεφάσισεν ακόμη οριστικώς επί των εθνικών μας διεκδικήσεων…»
Η διγλωσσία του «εθνάρχου» είναι προφανής. Μία διγλωσσία η οποία ουσιαστικά παραπλανά τον ελληνικό πληθυσμό της Ιωνίας, ο οποίος δεν ήταν σε θέση να γνωρίζει ούτε τα διπλωματικά παρασκήνια ούτε και τις γεωπολιτικές ανακατατάξεις στην περιοχή της Μικράς Ασίας και της Μέσης Ανατολής.
Όμως η τότε πολιτική ηγεσία της Ελλάδας, δεν είχε το άλλοθι της άγνοιας. Ο Ελ. Βενιζέλος γνώριζε ότι η εντολή κατάληψης της Σμύρνης που εξασφάλισε από την Συνδιάσκεψη του Συνεδρίου της Ειρήνης, ήταν μία απόφαση συγκυριών και γι’ αυτό ευάλωτη.
Ο πρέσβης Κ. Σακελλαρόπουλος γράφει (4): «Η απόφασις να ανατεθή εις ελληνικάς δυνάμεις η κατάληψις της Σμύρνης ελήφθη, όπως έχει εκτεθή, κατά τρόπον εντελώς αιφνίδιον, σχεδόν αιφνιδιαστικόν, εις μίαν στιγμήν κατά την οποίαν η συμπτωματική συνύπαρξις και αλληλεπίδρασις ωρισμένων συντελεστών έκαμε τη λύσιν αυτήν ανεκτήν, διά την έλλειψιν άλλης καλυτέρας. Μόνος ο Lloyd George, μεταξύ των συμμάχων, σχεδόν και μεταξύ των Αγγλων, θα ήτο ίσως κατ' αρχήν διατεθειμένος να την εισηγηθή και την υποστηρίξη υπό οποιασδήποτε περιστάσεις. Αλλά ασφαλώς θα απετύγχανε να την επιβάλη αν οι Ιταλοί δεν είχον ήδη καταλάβει το νοτιοδυτικόν τμήμα της Μικράς Ασίας, αν ο κίνδυνος να επεκτείνουν την κατοχήν των και επί της Σμύρνης δεν εφαίνετο άμεσος, αν το ζήτημα του Φιούμε δεν είχε φέρει αυτούς εις πλήρη ρήξιν με τον πρόεδρον Wilson, και αν, εκ της αφορμής αυτής δεν είχον αποχωρήσει από τη διάσκεψιν. Εχρειάσθησαν όλα αυτά διά να δεχθή την πρόταση του Αγγλου πρωθυπουργού - ως κακόν μη χείρον παντός - και ο Wilson, αλλ' ιδίως ο Clemenceau. Ούτε λοιπόν του ενός, ούτε του άλλου τη στάσιν ενέπνευσε εύνοιαν προς την Ελλάδα, της οποίας την εις Μικράν Ασίαν επέκτασιν εθεώρουν και οι δύο αντίθετον προς τους σκοπούς και τα συμφέροντά των».
Η ανάλυση του πρέσβη Σακελαρόπουλου είναι εύγλωττη και δεν αφήνει περιθώρια παρεξηγήσεων. Ο ελληνικός στρατός πατούσε στη γη της Ιωνίας ως αποτέλεσμα μίας συγκυριακής σύμπραξης των τότε ισχυρών. Η αποστολή που του είχε ανατεθεί ήταν η «εξασφάλιση της τάξης» και δεν είχε καμία σχέση με την απελευθέρωση των καταπιεζόμενων λαών της Ανατολής, μεταξύ των οποίων ήταν και οι Έλληνες.
Οι Άγγλοι και ιδιαίτερα ο πρωθυπουργός Λόιντ Τζορτζ, ήταν σχεδόν οι μόνοι υποστηρικτές της Ελληνικής στρατιωτικής παρουσίας στη Μικρά Ασία. Κατά τον καθ. Κ. Σβολόπουλο (5) ο αγγλικός παράγοντας και κυρίως ο Λ. Τζορτζ «…υιοθετούσε την άποψη ότι η καλύτερη εξυπηρέτηση των επιδιώξεών του - πολιτικών, στρατηγικών και οικονομικών - στο χώρο της εγγύς ανατολής συνεχόταν με την ενίσχυση του ελληνικού παράγοντα».
Άλλωστε ο Άγγλος πρωθυπουργός δήλωνε: «Οι Έλληνες... θα γίνουν οι πρώτοι φύλακες της μεγάλης οδού ήτις εξασφαλίζει την ενότητα της Συμπολιτείας». (6)
Η Αγγλία προτιμούσε την Ελλάδα ως τοποτηρητή των συμφερόντων της στα δυτικά παράλια τής Μικράς Ασίας και αντιμετώπιζε με εχθρότητα την προοπτική επέκτασης της Ιταλικής παρουσίας από τα νότια παράλια της χερσονήσου προς δυσμάς, στην Ιωνία.
Η Ιταλία που ακολουθούσε αποικιακή πολιτική αντιμετώπιζε με εχθρότητα την παρουσία του Ελληνικού στρατού στην Ιωνία, την οποία θεωρούσε ανταγωνιστική.
Η Γαλλία αντιμετώπιζε την ελληνική εκστρατεία στη Μικρά Ασία ως μοχλό πίεσης της Μεγ. Βρετανίας στην δική της παρουσία στην Ανατ. Μικρά Ασία και την σημερινή Συρία.
Οι ΗΠΑ στα πλαίσια του ανταγωνισμού που είχαν με τους Αγγλογάλλους, για τον έλεγχο των πλουτοπαραγωγικών πηγών της Μέσης Ανατολής, δεν επιθυμούσαν την διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ο Πρόεδρος Ουίλσον στο ιστορικό διάγγελμα του με τα 14 σημεία, στο άρθρο 12 ρητά τασσόταν κατά του διαμελισμού της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Επίσης η νεοσύστατη Σοβιετική Ένωση, για λόγους στρατηγικών συμφερόντων αλλά και εξ αιτίας της συμμετοχής της Ελλάδας (με ευθύνη Βενιζέλου) στην αποτυχημένη επέμβαση των δυτικών δυνάμεων στην Ουκρανία, στήριξε με όπλα και πολεμοφόδια το κίνημα του Μουσταφά Κεμάλ.
Συμπερασματικά, όλοι οι διεθνείς παράγοντες ήταν αρνητικοί, για την έναρξη της Μικρασιατικής Εκστρατείας.
Παράλληλα με τις διεθνείς συνθήκες, υπήρχε και ένας άλλος σημαντικός παράγοντας που αγνόησε ο Ελ. Βενιζέλος και γενικότερα η πολιτική ηγεσία της Ελλάδας.
Η Οθωμανική Αυτοκρατορία είχε ηττηθεί στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και το σουλτανικό καθεστώς βρισκόταν υπό κατάρρευση. Η Κωνσταντινούπολη ήδη βρισκόταν υπό διασυμμαχική κατοχή. Ενδεχομένως η πολιτική ηγεσία της Ελλάδας να εκτίμησε ότι η Μικρασιατική εκστρατεία θα ήταν ένας περίπατος, μη υπάρχοντος κάποιου αξιόλογου αντιπάλου, παρά μόνο κάποιων ένοπλων ομάδων ατάκτων.
Όμως η πραγματικότητα ήταν τελείως διαφορετική. Ήδη από ετών την χώρα κυβερνούσε – επίσημα ή ανεπίσημα – το πανίσχυρο Κομιτάτο Ένωση και Πρόοδος. Το Κομιτάτο είχε οργανώσει ένα πρωτόγνωρο μηχανισμό παρακρατικής μορφής, με εκτελεστικό βραχίονα την οργάνωση «Τεσκιλάτι Μαχσουσά».
Το Κομιτάτο ήδη ενεχόταν για τις σφαγές των Αρμενίων και στελέχη του δικάζονταν στα δικαστήρια που συγκροτήθηκαν με την βούληση των δυνάμεων της «Αντάντ».
Η οργάνωση που ευθυνόταν για την εξόντωση εκατομμυρίων Χριστιανών κατοίκων της Ανατολής και η ηγεσία της βρισκόταν υπό διωγμό, όμως ο μηχανισμός που είχε δημιουργήσει παρέμενε αλώβητος. Επιπλέον οι εγκληματίες που συγκροτούσαν τους μηχανισμούς του Κομιτάτου είχαν κάθε λόγο να πολεμήσουν λυσσαλέα για να σώσουν το «κεφάλι» τους από τις διώξεις των νικητών του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Σε αυτούς τους μηχανισμούς και το δίκτυο των εγκληματιών στηρίχτηκε σε μεγάλο βαθμό ο Μουσταφά Κεμάλ και οργάνωσε το κίνημα του…
Έτσι το όνειρο που άρχισε να γίνεται πραγματικότητα τον Μάϊο του 1919, κατέληξε ο χειρότερος εφιάλτης του Ελληνισμού, τον Σεπτέμβριο του 1922.
Το έγκλημα της εξόντωσης των Χριστιανικών λαών της Ανατολής από το εθνικιστικό κίνημα των Νεοτούρκων, ολοκληρώθηκε με την Συνθήκη Ανταλλαγής Πληθυσμών που υπέγραψαν Τουρκία κι Ελλάδα.
Η Ιστορία δεν γράφεται με «εάν». Όμως μεταξύ της «υποχρεωτικής ανταλλαγής» ή της «εξόντωσης στις πορείες θανάτου» ενδεχομένως να υπήρχαν και άλλες εκδοχές στην ιστορική διαδρομή του Ελληνισμού της Ανατολής.
Η πολιτική εκκαθάρισης της Ανατολής από τους Χριστιανικούς λαούς, που ακολούθησε η ηγεσία της Τουρκίας σε συνδυασμό με τις βαρύτατες ευθύνες του ελλαδικού κράτους, εξάλειψε την φυσική παρουσία του Ελληνισμού της Ανατολής από την κοιτίδα του.
Σήμερα είναι παρών μόνο με την πολιτιστική κληρονομιά του στη γη της Ανατολής. Μια κληρονομιά που δυστυχώς αδυνατούν να αξιοποιήσουν οι απόγονοι των Μικρασιατών προσφύγων…
1. «Το Αρχείον του Εθνομάρτυρος Σμύρνης Χρυσόστομου», εκδόσεις Μορφωτικό Ιδρυμα Εθνικής Τραπέζης, τόμος Γ, σελ. 47-49
2. Κ. Σβολόπουλου: «Η Ελληνική Εξωτερική Πολιτική 1900-1945», εκδόσεις ΕΣΤΙΑ, σελ. 151
3. Σπ. Μαρκεζίνη: «Πολιτική ιστορία της Νεωτέρας Ελλάδος», εκδόσεις ΠΑΠΥΡΟΣ, τόμος 4ος, σελ. 286
4. Κ. Σακελλαρόπουλος: «Η Σκιά της Δύσεως», Αθήναι 1961, σελ. 85-86
5. Κ. Σβολόπουλου, στο ίδιο, σελ. 152
6. Γ. Κορδάτου: «Μεγάλη Ιστορία της Ελλάδας», εκδόσεις «20ός Αιώνας», τόμος XIII, σελ. 527
Δημοσιεύτηκε στην «Ανατολή» (τ. Μαϊου 2009)
Τετάρτη 17 Ιουνίου 2009
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου