Πέμπτη 9 Σεπτεμβρίου 2010

Θία Χάλο: Μνήμη μπεστ σέλερ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΣΤΟΝ ΜΑΚΗ ΠΡΟΒΑΤΑ, ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ: ΣΙΣΣΥ ΜΟΡΦΗ
Εθνικά τραύματα και συλλογικές μνήμες, η ανάγκη για συγχώρεση και οι σχέσεις μεταξύ λαών, όλα μέσα από μια προσωπική ιστορία. Σε μια εποχή που οι ελληνοτουρκικές σχέσεις περνούν μια νέα ιδιαίτερη φάση, η ελληνικής καταγωγής νεοϋορκέζα ζωγράφος και συγγραφέας Θία Χάλο, μας μιλάει για την περιπέτεια της μητέρας της και του ποντιακού ελληνισμού και για το πώς βλέπει τα πράγματα μέσα από αυτήν.

Η ελληνίδα Aννα Φρανκ, η Σάνο Χάλο (Ευθυμία Βαρυτιμιάδου), είχε γράψει το ημερολόγιό της βαθιά μέσα στη μνήμη της. Δεν είχε καμία άλλη δυνατότητα, καθώς από εννέα χρόνων το μόνο που είχε ως καθήκον ήταν η επιβίωσή της. Ογδόντα χρόνια μετά, ξαναπήγε το ταξίδι. Αντίστροφα αυτήν τη φορά. Από τη μεγαλύτερη πόλη του κόσμου, τη Νέα Υόρκη, στον Αγιο Αντώνη, που δεν είναι καν μια κουκκίδα στον χάρτη του Πόντου. Εκεί, επί τόπου, περιέγραψε το ημερολόγιό της στην κόρη της Θία Χάλο, για να γράψει εκείνη ένα διεθνές μπεστ σέλερ, το «Ούτε το όνομά μου», (στα ελληνικά από τις εκδόσεις Γκοβόστη) η κυκλοφορία του οποίου πυροδότησε μια μεγάλη δημόσια συζήτηση στις Ηνωμένες Πολιτείες αλλά και αλλού για τη γενοκτονία του ποντιακού ελληνισμού από τους Τούρκους μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Η Θία Χάλο, στα 69 της χρόνια σήμερα, είναι μια βραβευμένη νεοϋορκέζα ζωγράφος, η οποία αποφάσισε να γράψει την ιστορία της μητέρας της, της 101 ετών Σάνο-Θυμιάς Χάλο, της «γιαγιάς όλων των Ποντίων», που επέζησε από τους διωγμούς και τις εκτοπίσεις χάνοντας συγγενείς και φίλους, ξεχνώντας ακόμη και το όνομά της – για να πάρει μόλις πέρυσι την ελληνική ιθαγένεια σε μια συγκινητική τελετή στο προξενείο της Νέας Υόρκης. Συναντήσαμε τη συγγραφέα σε μια πρόσφατη επίσκεψή της στην Αθήνα και μας μίλησε για τα πράγματα όπως πλέον τα βλέπει μέσα από την απίστευτη ιστορία της μητέρας της – μια ιστορία που τη «βάδισε» μαζί της κατά το ταξίδι τους στην Ανατολία.

Ακόμη και ο χρόνος δεν «γιατρεύει». Απλώς βάζει τα πράγματα στη θέση τους και επιφέρει την τάξη. Σκεφτόμουν ότι η κουβέντα μας θα έπρεπε να είναι κυρίως για την αγάπη και για το μίσος, για τη συγχώρεση και για την εκδίκηση και για άλλα τέτοια θέματα. «Αν θέλεις, μπορούμε να κουβεντιάσουμε για όλα αυτά» μου λέει η Θία Χάλο.

Η συγχώρεση είναι μια διαδικασία που πρέπει να ξεκινάει αφού κάνει το πρώτο βήμα αυτός που έσφαλε ή συμβαίνει μέσα σε αυτόν που έχει υποστεί το άδικο ανεξάρτητα από το τι κάνει ο άλλος;
«Η συγχώρεση έχει να κάνει αποκλειστικά με το άτομο που έχει υποστεί την πληγή. Μερικές φορές μπορεί τα άτομα που σου έχουν προκαλέσει το πρόβλημα να μην ξέρουν καν ότι τους έχεις συγχωρέσει».

Αν αυτός που σε έχει τραυματίσει δεν νιώθει μετανιωμένος ή πιστεύει ότι δεν έχει κάνει κακό, συνεχίζεις να τον συγχωρείς και πάλι;
«Η συγχώρεση είναι αποκλειστικά για το δικό σου καλό, οπότε ναι. Στην περίπτωση της μητέρας μου, για παράδειγμα, ή ίδια λέει ότι απλώς θέλει να ακούσει μια συγγνώμη για εκείνον τον διωγμό από την τουρκική κυβέρνηση. Βέβαια, να σας πω ότι ποτέ δεν μίσησε τους Τούρκους και ούτε έμαθε και σε εμάς να τους μισούμε. Οταν καμιά φορά τής λες για τους τούρκους πολίτες που έκαναν τις ασχήμιες και τα εγκλήματα, σου λέει: “Τι θα μπορούσαν να κάνουν;”. Την καταλαβαίνω απόλυτα, γιατί, κοιτώντας τη δική μου ζωή στις ΗΠΑ, και εγώ ήμουν εντελώς εναντίον της εισβολής στο Ιράκ και στο Αφγανιστάν, αλλά δεν έκανα κάτι για αυτό. Ούτε καν μια πορεία διαμαρτυρίας. Οι τούρκοι πολίτες τότε δεν θα μπορούσαν να κάνουν τίποτε γιατί θα τους σκότωναν. Αυτό η μητέρα μου το καταλάβαινε τότε, το καταλαβαίνει και τώρα, γι’ αυτό το μόνο που θέλει είναι μια επίσημη συγγνώμη από τη σημερινή κυβέρνηση της Τουρκίας, παρ’ ότι η συγκεκριμένη δεν έχει να κάνει σε τίποτε με εκείνη την κυβέρνηση των διωγμών».

Ο Τάσος Λειβαδίτης έχει γράψει ότι «όταν λες “μισώ”, ο πρώτος φόνος του κόσμου ξαναγίνεται μέσα σου».
«Είναι πολύ ενδιαφέρον αυτό και πολύ ωραίο. Αυτό για το οποίο αισθάνεσαι δυνατό μίσος τώρα είναι εκείνο για το οποίο πιθανόν να είχες αισθανθεί την ίδια ισχυρή αγάπη κάποτε. Η μητέρα μου λέει ότι “η ζωή είναι τόσο όμορφη, γιατί να την ξοδέψω μισώντας κάποιον;”».

Πώς αισθάνεστε εσείς ή η μητέρα σας για τους χριστιανούς που αποφάσισαν να αλλάξουν τη θρησκεία τους για να μείνουν τότε εκεί;
«Θυμάμαι να συναντώ κάποιους Ελληνες που πραγματικά είναι θυμωμένοι με αυτούς, αλλά εγώ δεν θεωρώ ότι είναι τόσο φοβερό. Οπως όμως σας είπα, το πρώτο καθήκον σου είναι να επιβιώσεις. Και αν νιώθεις ότι πρέπει να αλλάξεις τη θρησκεία σου για να προστατεύσεις τον εαυτό σου και την οικογένειά σου, ποια είμαι εγώ που μπορώ να σου πω: “Δεν μπορείς να προστατεύσεις την οικογένειά σου, άσ’ τους να πεθάνουν”. Αυτή είναι μια απόφαση που οι άνθρωποι παίρνουν για τον εαυτό τους και δεν αισθάνομαι άσχημα για αυτούς. Και με έναν τρόπο, αυτός είναι ο λόγος που δεν διακηρύσσω το μίσος εναντίον των Τούρκων. Δεν βίωσα εγώ αυτό τον διωγμό, η μητέρα μου τον βίωσε και αν η μητέρα μου τους συγχωρεί, ποια είμαι εγώ να τους μισώ;».

Είναι πιο εύκολο να συγχωρέσεις έναν εχθρό από έναν φίλο;
«Δεν είμαι σίγουρη, πρέπει να το σκεφτώ. Ισως ένας φίλος μοιάζει να είναι περισσότερο προδότης, γιατί τον ξέρεις και τον εμπιστεύεσαι. Του έχεις πει την ιστορία σου, τη ζωή σου και μετά σε προδίδει. Ενας εχθρός είναι ένας εχθρός, δεν περιμένεις πραγματικά περισσότερα από αυτόν και δεν έχεις επενδύσει τίποτε σε αυτόν. Ισως, τελικά, είναι ευκολότερο να συγχωρέσεις έναν εχθρό από έναν φίλο. Αν μιλάμε συγκεκριμένα για τους Ελληνες και τους Τούρκους, ίσως οι Ελληνες περίμεναν περισσότερα από αυτούς ακριβώς επειδή ζούσαν χρόνια ως γείτονες, ο ένας δίπλα στον άλλον».

Επειτα από αυτήν την εμπειρία που είχατε με το ταξίδι στην Τουρκία και αναβιώνοντας μέσα από τη μητέρα σας τη γενοκτονία, έχει αλλάξει ο τρόπος με τον οποίο βλέπετε ακρότητες που συμβαίνουν σήμερα, όπως στο Σουδάν ή στην Παλαιστίνη και αλλού;
«Εδώ και πολλά χρόνια ασχολούμαι πολύ με ό,τι συμβαίνει στην Παλαιστίνη και πολλές φορές έχω μιλήσει και έχω υπογράψει ψηφίσματα για τη γενοκτονία του Ισραήλ κατά της Παλαιστίνης. Στη Ρουάντα όμως, όταν βλέπω όλους αυτούς τους πρόσφυγες, σκέφτομαι ότι είναι σαν τη μητέρα μου, με τη μόνη διαφορά ότι είναι μαύροι. Κατά τα άλλα, είναι ακριβώς η ίδια ιστορία».

Μέσα στη λέξη «αύριο» πάντα παραμονεύει η πιθανότητα του «ποτέ». Πιστεύετε ότι αυτός είναι ο λόγος που, όπως λέτε στο βιβλίο σας, όταν ανακοινώσατε στη μητέρα σας ότι θέλετε να κάνετε αυτό το ταξίδι στην πατρίδα της, σας είπε: «Πάντα περίμενα για αυτήν την πρόταση. Η βαλίτσα μου είναι έτοιμη». Ισως γι’ αυτό δεν σας είπε να το συζητήσετε αύριο;
«Δεν ξέρω. Είναι ένας ενδιαφέρων διαχωρισμός, που δεν τον έχω σκεφτεί. Αυτό που ήξερα είναι ότι στη μητέρα μου αρέσει η περιπέτεια και δύσκολα θα μου έλεγε όχι».

Υπήρχε οποιοσδήποτε φόβος στη μητέρα σας για να πάει πίσω;
«Δεν είχε κανέναν φόβο. Η μόνη ένδειξη φόβου που είχα από αυτήν είναι όταν πήγαμε στη βιβλιοθήκη της Νέας Υόρκης να βρούμε τους χάρτες εκείνης της εποχής, ψάχνοντας για τον Αγιο Αντώνιο που ήταν το χωριό της. Οταν βρήκαμε τους χάρτες, μου είπε να μην τους πάρουμε μαζί μας γιατί μπορεί να έχουμε μπελάδες! Δεν ήθελε να ξέρουν οι Τούρκοι για ποιον λόγο θα πηγαίναμε εκεί!».

Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού είδατε κάτι καινούργιο στον χαρακτήρα της μητέρας σας ή ακόμη και στον δικό σας που δεν γνωρίζατε πριν από το ταξίδι;
«Πάντα ανακαλύπτω ότι δεν ξέρω τη μητέρα μου. Και είναι ενδιαφέρον, γιατί οι άνθρωποι νομίζουμε ότι ξέρουμε τους γονείς μας αφού τους γνωρίζουμε από όταν γεννιόμαστε και έχουμε μεγαλώσει μαζί τους. Τελικά, δεν τους γνωρίζουμε καθόλου! Στο ταξίδι αυτό πολλές φορές σκέφτηκα για αυτήν: “Ποια είναι αυτή η γυναίκα;”. Ολη η συμπεριφορά της ήταν τόσο σοφή, που με εξέπληξε».

Σε αυτό το ταξίδι εμπλέκεστε μόνο εσείς οι δύο γυναίκες. Αν υπήρχε μαζί σας και ένας άνδρας, ένας αδελφός, για παράδειγμα, πιστεύετε ότι η παρουσία του αρσενικού στοιχείου θα ξετύλιγε την ιστορία λίγο διαφορετικά; Η παρουσία ενός άνδρα μήπως θα έκανε πιο επιθετική την αναζήτηση της αλήθειας;
«Εξαρτάται από το είδος του αρσενικού που θα είχαμε μαζί μας. Υπάρχουν άνδρες που είναι πιο παθητικοί και άνδρες πιο επιθετικοί. Τώρα που σκέφτομαι την επαφή μας με τους Τούρκους που συναντήσαμε και μας βοήθησαν, ίσως αν είχαμε έναν “επιθετικό” άνδρα μαζί μας να είχε παίξει αρνητικό ρόλο».

Λένε ότι το κακό με τη ζωή δεν είναι ότι κρατάει λίγο, είναι ότι αρχίζει αργά. Νομίζετε ότι αυτό ισχύει για τη μητέρα σας;
«Κοιτάξτε, η μητέρα μου συγκεκριμένα άρχισε την ενήλικη ζωή της νωρίς αφού την “πέταξαν” από μικρό παιδί μέσα σε αυτήν και έτσι έχασε την παιδική της ηλικία. Μέσα στη ζωή μας όμως υπάρχουν πολλές μικρότερες ζωές που ζούμε. Η ζωή είναι όπως όταν διηγείσαι μια ιστορία που, ενώ νομίζεις ότι είναι μία, υπάρχουν πολλές μικρές ιστορίες μέσα σε αυτήν».

Αυτές οι μικρότερες ζωές όμως, που αποτελούν τη ζωή μας, μπορεί να έρθουν οποιαδήποτε στιγμή, ακόμη και λίγο πριν από το τέλος.
«Ναι! Ετσι ακριβώς έγινε και με τη Σάνο. Ξεκίνησε από ένα μέρος στην Τουρκία, που δεν είναι καν μια κουκκίδα στον χάρτη, και ήρθε στη μεγαλύτερη πόλη του κόσμου, τη Νέα Υόρκη, όπου έπρεπε να περάσουν 80 χρόνια και τώρα στο τέλος της ζωής της έγινε τόσο γνωστή στα περισσότερα μέρη του κόσμου. Για αυτήν όμως το πιο σπουδαίο είναι ότι στη Βόρεια Ελλάδα την αποκαλούν “γιαγιά όλων των Ποντίων”».

Κατά βάσιν είστε ζωγράφος. Τι ήταν το πρώτο που σας «βγήκε» να ζωγραφίσετε έπειτα από αυτό το ταξίδι;
«Είναι παράξενο. Δεν ζωγράφισα απολύτως τίποτε. Είχα έτοιμα έργα για μια έκθεση την οποία είχα προγραμματίσει και όπου τελικά έλαβα μέρος, αλλά από τότε για κάποιον λόγο δεν ξαναζωγράφισα».

Τα όνειρα που έχουν οι άνθρωποι πρέπει να είναι μεγαλύτερα από τις πληγές τους. Πιστεύετε ότι αυτές οι μεγάλες πληγές για ένα εννιάχρονο κορίτσι, όπως ήταν τότε η μητέρα σας, το έκαναν να έχει ακόμη μεγαλύτερα όνειρα;
«Μερικοί άνθρωποι δεν ξεπερνούν ποτέ τις πληγές τους και δεν επιτρέπουν στον εαυτό τους να πάει μπροστά και να προοδεύσει. Αυτό μπορεί να συμβεί για πολλούς λόγους, ακόμη και για λόγους ενοχής. Οπως η ενοχή τού “γιατί επέζησα εγώ, ενώ οι άνθρωποι που αγαπούσα δεν επέζησαν;”. Ετσι, δεν επιτρέπουν στον εαυτό τους να ζήσει πραγματικά, γιατί δεν του συγχωρούν το γεγονός ότι επέζησε. Η Σάνο ποτέ δεν είπε “γιατί επέζησα;”, πολλές φορές μού είπε το εξής: “Αυτό που έχω καταλάβει είναι ότι ήμουν ένα μικρό κορίτσι με άγνοια, που απλώς ήθελα να επιβιώσω. Ενιωθα ότι αυτό ήταν το καθήκον μου. Αυτό μόνο”. Βέβαια, ήταν πολύ θλιμμένη και πληγωμένη για ό,τι συνέβη στους δικούς της ανθρώπους και αυτό που δεν ήθελε με τίποτε είναι να ξεχαστεί η οικογένειά της και ό,τι έγινε σε όλους αυτούς τους ανθρώπους τότε. Το βιβλίο μου της έδωσε τη σιγουριά που περίμενε ότι δεν θα ξεχαστούν».

Πολύ συχνά οι άνθρωποι στα ταξίδια τους έχουν ένα τραγούδι το οποίο τους «κολλάει» στο μυαλό και το λένε συνέχεια. Κατά τη διάρκεια αυτού του ταξιδιού εσείς είχατε ένα τέτοιο τραγούδι;
«Ναι, υπήρχε. Ενα αρμενικό ερωτικό τραγούδι, που η μητέρα μου θυμόταν από τότε. Το πρώτο τραγούδι όμως που μου είπε στο ταξίδι και το έβαλα στο βιβλίο είναι ένα που θυμόταν λίγο από τους στίχους και έλεγε: “Ελα, έλα, καλησπέρα”. Τραγουδούσαμε πολύ συχνά σε αυτό το ταξίδι».

Υπάρχει κάτι που από σκοπιμότητα παραλείψατε να γράψετε στο βιβλίο θεωρώντας είτε ότι θα προκαλέσει πρόβλημα είτε ότι δεν είναι τόσο σημαντικό;
«Αποφάσισα ότι αφού η μητέρα μου θυμάται οτιδήποτε για 80 χρόνια, θα πρέπει να είναι σημαντικό, ανεξάρτητα από το πόσο ασήμαντο μπορεί να δείχνει, και έτσι βρήκα για το καθετί έναν τρόπο να το βάλω στο βιβλίο. Ακόμη και τα καθημερινά μικροπράγματα που έκαναν τότε τα θεώρησα σημαντικά και τα έγραψα. Υπήρξαν μια-δυο λεπτομέρειες που θυμήθηκε μετά την έκδοση του βιβλίου, αλλά αυτά πραγματικά δεν είχαν καμία σημασία».

Ενα ενδιαφέρον στοιχείο στη γενοκτονία είναι αν σκεφθεί κανείς ότι δεν συνέβη από τους παλαιούς Οθωμανούς αλλά από τους Νεότουρκους του Κεμάλ.
«Μα αυτός ήταν που είχε το όραμα να φτιάξει ένα μοντέρνο και ασφαλές κράτος! Και βέβαια είναι εύκολο να φτιάξεις ένα ασφαλές κράτος αν σκοτώσεις ή εκδιώξεις όλους τους χριστιανούς και έχεις μόνο μουσουλμάνους. Ετσι, δεν έχεις κανέναν να σου αντιτεθεί».

Η μητέρα σας θεωρείται από πολλούς η ελληνίδα Αννα Φρανκ. Απλώς το «ημερολόγιό» της δεν το έγραψε η ίδια – σας το διηγήθηκε και το γράψατε εσείς.
«Ναι. Είναι η δική της ιστορία. Εγώ απλώς την έγραψα. Αυτή ευχαριστεί εμένα για αυτό και εγώ εκείνη».

Σας πλησίασαν πολιτικοί στην Αμερική για να εκμεταλλευτούν το «θέμα» του βιβλίου και την τεράστια απήχηση που είχε;
«Παρουσίασαν το βιβλίο στον κυβερνήτη της Νέας Υόρκης. Είναι το πρώτο και το μόνο βιβλίο με αυτό το θέμα γραμμένο στα αγγλικά και η πρώτη πραγματική καταγραφή των γεγονότων εκείνης της εποχής, όπως τα διηγήθηκε ένα πρόσωπο που τα έζησε και βρίσκεται ακόμη στη ζωή. Εμένα όμως προσωπικά δεν με πλησίασε κανένας πολιτικός με τέτοιον σκοπό. Ευτυχώς!».

Η μνήμη είναι μια πολύ παράξενη ανθρώπινη λειτουργία. Πολύ συχνά μπορεί να ονομάσουμε μνήμη κάποιες ψευδαισθήσεις μας ή κάποιες εμμονές μας. Αυτό σας προέκυψε ως πρόβλημα στη συγγραφή του βιβλίου;
«Οι άνθρωποι συχνά λένε ότι δεν μπορείς να εμπιστευτείς τη μνήμη ενός παιδιού και δίνουν το κλασικό παράδειγμα ότι αν επιστρέψεις σε έναν χώρο ή ένα σπίτι όπου έζησες μικρός δεν έχει καμία σχέση με αυτό που θυμόσουν, αφού ως παιδί τα θυμόσουν πολύ πιο μεγάλα ή θυμάσαι πράγματα που δεν υπήρξαν ποτέ. Υπάρχει όμως μια πολύ σημαντική διαφορά όταν στη διαδικασία της μνήμης εμπλέκεται και ένα τραύμα. Το τραύμα σε κάνει πάντα να θυμάσαι πιο καθαρά και να μην ξεχνάς».

Ο συγγραφέας είναι στην ουσία ένας σκηνοθέτης. Δημιουργεί «σκηνές» και εικόνες και μας βάζει μέσα αυτές. Εσείς όμως γράφατε για πρώτη φορά ένα βιβλίο…
«Οταν έγραφα το βιβλίο μου ήθελα να βοηθήσω τους αναγνώστες να βρεθούν στον τόπο όπου διαδραματίστηκαν τα γεγονότα. Δεν ήθελα απλώς να πω μια ιστορία, ήθελα όλοι οι αναγνώστες να είναι “εκεί”. Οι άνθρωποι μου λένε ότι, καθώς το διαβάζουν, νιώθουν πως περπατάνε μαζί με τη μητέρα μου, δίπλα της, σε αυτήν την πορεία θανάτου. Αυτό ήθελα από εσάς. Να σας βάλω να περπατήσετε δίπλα της».

Ενα βιβλίο, όπως και κάθε έργο τέχνης, για να το «πλησιάσεις» πραγματικά δεν πρέπει στην αρχή να το κάνεις με κριτική διάθεση, αλλά με διάθεση πρώτα να το «αισθανθείς».
«Πρώτα νιώσε το και μετά θα δεις αν πρόκειται να το αγαπήσεις. Μπορεί και να το αντιπαθήσεις, αλλά, αν είναι αληθινό, δεν έχει σημασία. Μπορεί να σε φοβίζει, να σε κάνει να νιώθεις άβολα, αλλά αυτό δεν το κάνει ένα κακό βιβλίο. Μην αγαπήσεις την προσπάθεια του συγγραφέα, γιατί μοιάζει περισσότερο με εκτίμηση του κόπου του».

Τελικά «είμαστε τα όρια που διασχίζουμε». Εσείς, στη δική σας περίπτωση, διασχίσατε πολλά όρια με αυτήν την ιστορία. Νιώθετε τώρα ότι είστε ένα καινούργιο άτομο;
«Είμαι, παρ’ ότι πάντα θεωρούσα τον εαυτό μου πολίτη του κόσμου. Νιώθω ότι αυτή η ιστορία με έχει αλλάξει πολύ».

Θυμάστε τις πρώτες λέξεις που γράψατε ξεκινώντας το βιβλίο;
«Ναι, ναι, τις θυμάμαι, παρ’ ότι στο βιβλίο τις έχω βάλει σε ένα άλλο σημείο. Οι πρώτες λέξεις ήταν: “Το όνομά μου είναι Θυμία και ήμουν εννιά. Νομίζω”. Η λέξη “νομίζω” μπήκε γιατί η μητέρα μου δεν ήταν σίγουρη».

Το βιβλίο θα γίνει ταινία;
«Το ελπίζω πραγματικά. Θα το ήθελα παρά πολύ. Εχω κάνει διάφορες συζητήσεις για αυτό και θα δούμε».

Ποιο ήταν το σημείο του ταξιδιού στο οποίο για πρώτη φορά σκεφθήκατε: «Ολο αυτό θα το κάνω ένα βιβλίο»;
«Οταν ταξιδέψαμε στην Τουρκία, όλο αυτό είχε να κάνει με τη μητέρα μου και καθόλου με μένα. Δεν υπήρχαν καν φωτογραφίες στο σπίτι που να με συνέδεαν με όλο αυτό. Ετσι, δεν είχα καμία σκέψη να γράψω βιβλίο, όταν όμως βρεθήκαμε στο χωριό της συνέβη κάτι παράξενο και για πρώτη φορά ένιωσα ότι αυτή η γη είναι και δική μου γη και η οικογένειά της είναι και οικογένειά μου. Ακόμη και τότε δεν σκέφθηκα να γράψω βιβλίο, γιατί εγώ είμαι ζωγράφος και διαβάζω υπέροχη λογοτεχνία από πολύ μικρή. Διάβαζα Τολστόι, Ντοστογέφσκι και Γκόγκολ και δεν θα σκεφτόμουν ποτέ να γράψω ένα βιβλίο εγώ. Αποφάσισα να γράψω μέσα από ένα πολύ παράξενο περιστατικό, αφού είχα γυρίσει στη Νέα Υόρκη. Περπατώντας στον δρόμο, κάποιος είχε πετάξει μια κούτα με βιβλία. Και επειδή λατρεύω τα βιβλία τα πήρα σπίτι για να δω αν κάτι με ενδιαφέρει. Εκεί υπήρχε ένα στο οποίο κάποιος δάσκαλος έλεγε στους μαθητές πώς να πουν μια ιστορία που συνέβη στους ίδιους μέσα σε μία σελίδα. Αφού έγραψαν όλοι οι μαθητές, τους είπε ότι το κλειδί είναι “να γράψετε απλώς ό,τι συνέβη, απλώς πείτε την ιστορία”. Αυτή η φράση μού έμεινε: “Απλώς πες τι συνέβη, μη μου πεις τι να σκεφτώ, μη μου πεις τι να αισθανθώ. Αυτή η φράση με έκανε να γράψω το βιβλίο για να πω απλώς τι συνέβη».

Δημοσιεύθηκε στο BHMagazino, τεύχος 516, σελ. 22-27, 5/09/2010.

1 σχόλιο:

ΔημητρηςΤ είπε...

Απο το Ινφογνώμονα έμαθα για αυτό το υπέροχο βιβλίο "Ούτε τ' όνομά μου", το αναζήτησα, το πήρα, το διάβασα και συγκινήθηκα, και ας μην είμαι ποντιακής καταγωγής, το πρότεινα σε πολλούς, ακόμα και στην άλλη πλευρά του Αιγαίου.