Οδοιπορικό στην Αμπχαζία, που εδώ και 15 χρόνια έχει μετατραπεί σε αιματοβαμμένο μήλον της Εριδος μεταξύ Ρωσίας - Γεωργίας
Του Φιλιου Σταγκου
Οι τσιμεντένιες πλάκες, ύψους τεσσάρων μέτρων, που πλαισιώνουν την είσοδο στην Αμπχαζία, στο συνοριακό φυλάκιο του Λεσελίτζε, θυμίζουν κάτι από το τείχος του Βερολίνου. Σχηματίζουν ένα διάδρομο μήκους εκατό μέτρων που ο ταξιδιώτης διασχίζει πεζός για να μπει σε μια χώρα-φάντασμα. Σε μία από τις μαύρες τρύπες του παγκόσμιου χάρτη που κανείς, μέχρι την περασμένη Τρίτη, δεν αναγνώριζε κι όμως υπήρχε. Από πάνω κυματίζει η σημαία της Αμπχαζίας με τις λευκές και πράσινες ρίγες και την υψωμένη παλάμη που μοιάζει να καλωσορίζει τον επισκέπτη ή να νεύει στον ανεπιθύμητο εισβολέα να σταματήσει. Εκτός τουριστικής σεζόν, οι μόνοι που διέρχονται τα σύνορα είναι οι Αμπχάζιοι που πωλούν τα μανταρίνια τους στις λαϊκές αγορές της Ρωσίας και επιστρέφουν με θερμάστρες, τηλεοράσεις, μέχρι αλεύρι και πατάτες. Μετά τον πόλεμο του 1992-93, το συνοριακό φυλάκιο του Λεσελίτζε είναι ο ομφάλιος λώρος που κρατάει ζωντανή αυτή τη χώρα των 8.500 τετραγωνικών χιλιομέτρων.
«Σήμερα τα συμφέροντά μας συμπίπτουν με αυτά της Ρωσίας», λέει ο 32χρονος υφυπουργός Εξωτερικών της Αμπχαζίας, Μαξίμ Γκουντζία, και σπεύδει να προλάβει την επόμενη ερώτηση: «Αν ρωτήσετε τον απλό κόσμο στο δρόμο αν θα ήθελαν να γίνουμε τμήμα της Ρωσίας, οι περισσότεροι θα πουν όχι. Αλλά έχουν πολύ θετική στάση απέναντι στη Ρωσία». Η συνομιλία μας έγινε στο Σοχούμι, την πρωτεύουσα της Αμπχαζίας, πριν από τέσσερις μήνες. Στο μεταξύ, ο πόλεμος της Ν. Οσετίας ενίσχυσε περαιτέρω την εικόνα της Ρωσίας ως της μόνης φίλης - προστάτιδας χώρας.
Ρωσικά διαβατήρια
Η «ανεξάρτητη» Αμπχαζία παραμένει, ωστόσο, μία οιονεί επαρχία της Ρωσίας όπου πληρώνεις με ρούβλι, το ρολόι δείχνει ώρα Μόσχας, οκτώ στους δέκα κατοίκους είναι κάτοχοι ρωσικού διαβατηρίου και το γεωργιανό αλφάβητο έχει σβηστεί συστηματικά ακόμα και από τις παλιές εκκλησίες για να δώσει τη θέση του στο κυριλλικό. Τα ηνία της κυβέρνησης τα κρατούν ακόμα οι πρωταγωνιστές του απελευθερωτικού πολέμου. Σε θέσεις-κλειδιά, όμως, βρίσκεται μια νέα γενιά στελεχών, σπουδαγμένων στη Δύση, όπως ο Μαξίμ Γκουντζία ή ο Ναντίρ Μπεντίεφ, σύμβουλος του προέδρου της Αμπχαζίας. «Ο κόσμος εδώ πιστεύει ότι έχουμε μόνο ένα σύμμαχο κι αυτό μάλλον ισχύει», λέει ο Μπεντίεφ που ως 16χρονος έφηβος είχε πολεμήσει τους Γεωργιανούς στα χαρακώματα γύρω από το Σουχούμι.
Ο πόλεμος της Αμπχαζίας άρχισε την επομένη της διάλυσης της Σοβιετικής Ενωσης που αφύπνισε στην απέραντη επικράτειά της κάθε λογής εθνικισμό και μαζί, την αρχέγονη αντιπαλότητα Αμπχαζίων και Γεωργιανών για τον έλεγχο του ομορφότερου κομματιού της χώρας. Μέχρι τότε, η Αμπχαζία ήταν ένας επίγειος παράδεισος, πρότυπο συνύπαρξης δεκάδων εθνοτήτων και αγαπημένος καλοκαιρινός προορισμός των εκλεκτών της κομματικής νομενκλατούρας. Σε ένα ντοκιμαντέρ του 1985, η σοβιετική τηλεόραση έδειχνε παραλίες γεμάτες ξένοιαστους λουόμενους, Κουβανούς καθηγητές να διδάσκουν στις αίθουσες του Ινστιτούτου Υποτροπικής Οικονομίας και πιθήκους να παίζουν δίπλα στις μπανανιές και τις φοινικιές του πλουσιότερου βοτανικού κήπου της Σοβιετικής Ενωσης. Τα αυτοκρατορικά σανατόρια γύρω από το Σοχούμι είχαν μετατραπεί σε πολυτελείς επαύλεις, και σύγχρονα ξενοδοχεία 3.000 κλινών φιλοξενούσαν τους τουρίστες που κατέφθαναν με πολυώροφα κρουαζιερόπλοια. Ολα ανέδυαν μια κοσμοπολίτικη αρχοντιά και ευδαιμονία, προίκα της ορεινής αγκαλιάς του Καυκάσου που εξασφαλίζει στο Σοχούμι 220 μέρες ηλιοφάνειας τον χρόνο.
Αναδημοσίευση από την Καθημερινή
Κυριακή 31 Αυγούστου 2008
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου